Translate

15 Μαΐου 2010

Μάνος Ξυδούς- Εσύ εκεί...


Χωρίς φωνή ακροβατείς πάνω στην τρέλα της ζωής 

δεν ξέρεις πότε και ποιος θα' ρθει να κόψει το σχοινί...


Λίγοι είναι εκείνοι που έφτασαν τη ζωή τους σε ένα σημείο όπου, κοιτάζοντας πίσω, να νιώθουν ευτυχία και πληρότητα. Όχι μονάχα επειδή κατάφεραν να κάνουν κάποια πράγματα που τους εξασφάλισαν, πέρα από τα προς το ζην, μια σχετική φήμη, μια ακτινοβολία που θα διαρκέσει και μετά το φευγιό τους από τα επίγεια. Ούτε μόνο επειδή κατάφεραν να δώσουν στα παιδιά τους τη δυνατότητα να καμαρώνουν μέσα τους γι’ αυτούς. Ούτε ακόμα- ακόμα γιατί έδωσαν την ευκαιρία σε ανθρώπους να κάνουν πράξη το όνειρό τους, να σταθούν στα πόδια τους λέγοντάς τους με ευθεία ματιά τι στ’ αλήθεια αξίζουν, να αισθανθούν πως υπάρχει χώρος και χρόνος γι’ αυτούς. Δεν είναι μόνο αυτά που κάνουν τον απολογισμό ενός ανθρώπου να αξίζει όσο ο απολογισμός άλλων εκατό ανθρώπων μαζί. Δεν ξέρω στ’ αλήθεια αν ο Μάνος Ξυδούς πρόλαβε ή θέλησε κάποια στιγμή στη ζωή του να κοιτάξει πίσω και να ζυγίσει τα πεπραγμένα. Για να πω την αλήθεια, αμφιβάλλω αν είχε για εκείνον κάποια σημασία μια διαδικασία που ενέχει τον κίνδυνο να σε κάνει να κόψεις ταχύτητα και να καθησυχαστείς στο ελάχιστο. Γιατί ο Μάνος Ξυδούς δεν ήξερε να χαμηλώνει ταχύτητα ούτε για λίγο· ακούραστος εργάτης σε κάθε τι με το οποίο καταπιανόταν, δεν είχε στο αίμα του την ανάγκη να αισθάνεται αρκετός απέναντι στα πιστεύω του. Ωστόσο αν κάποτε η φυσική ανησυχία του ανθρώπινου νου, του χτυπούσε την πόρτα ρωτώντας τον «τι κατάφερε στη ζωή του», σίγουρα θα είχε κάθε λόγο να αισθάνεται ευτυχισμένος. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. 

Ο Μάνος (Μανούσος) Ξυδούς γεννήθηκε στις 15 Μαΐου του 1953 στους Άγιους Αναργύρους, στα δυτικά προάστια των Αθηνών, από πατέρα Μήλειο και μητέρα Κρητικιά. Έδωσε εξετάσεις και πέρασε στην Ανώτατη Σχολή Οικονομικών επιστημών, ενώ αργότερα έκανε σπουδές πάνω στο Marketing. Παράλληλα δούλεψε ως dj στις Καρυάτιδες της Πλάκας, δείχνοντας από νωρίς την αγάπη του για τη μουσική αλλά και αποκτώντας την ικανότητα να «διαβάζει» το κοινό που είχε μπροστά του, δημιουργώντας το κατάλληλο soundtrack για την κάθε βραδιά. Επρόκειτο ουσιαστικά για μια κατάσταση δημιουργικής αναζήτησης που τον καλούσε να αναπτύξει την γκάμα των μουσικών του γνώσεων, με βασικό παρονομαστή ένα ζωντανό κοινό. Το 1974 βρέθηκε να εργάζεται ως κλητήρας στις εγκαταστάσεις της τότε δισκογραφικής εταιρίας EMI- Columbia στη Ριζούπολη, παίρνοντας ακόμα κι έτσι τις πρώτες γεύσεις από έναν χώρο από τον οποίο έμελε να μάθει πολλά και να δώσει όλο του τον εαυτό. Έμοιαζε να μην τον νοιάζουν θέσεις και βιτρίνες, παρά μόνο η επαφή του με τον κόσμο της μουσικής. Το 1976 τον βρίσκει στην πατρίδα της μητέρας του, την Κρήτη, και στο ρόλο του «πωλητή» για λογαριασμό πάντα της ίδιας εταιρίας. Εκεί αποκτά την ίσως χρησιμότερη δεξιότητα που έκρινε την πορεία του στο χώρο της δισκογραφίας από την μεριά της παραγωγής: να καταλαβαίνει με ποια κριτήρια, υπό ποιες συνθήκες και εν τέλει σε ποιες περιπτώσεις ο κόσμος αγοράζει δίσκους. Κάποια στιγμή γνωρίζεται με τον Θοδωρή Σαραντή, παραγωγό της εταιρίας, ο οποίος τον παίρνει κοντά του ως έναν από τους τρείς βοηθούς που δρουν υπό τις οδηγίες του. Η μαθητεία δίπλα σε έναν πληρέστατο παραγωγό της εποχής αποδείχθηκε όχι μόνο χρήσιμη αλλά και κρίσιμη. Έτσι, στα τέλη του 1978 το όνομα του Μάνου Ξυδού τυπώνεται για πρώτη φορά στο εσώφυλλο δίσκου ως «Συντονιστής Παραγωγής», στο άλμπουμ- ορόσημο για το λεγόμενο ελληνικό ροκ (ή όπως σοφότερα το θέτουν πολλοί, ελληνικό ηλεκτρικό τραγούδι), το Φλου του Παύλου Σιδηρόπουλου και του συγκροτήματος Σπυριδούλα. Όπως λέει χαρακτηριστικά και ο ίδιος «Την ευθύνη του δίσκου την είχε ο Θοδωρής Σαραντής και μια μέρα λίγο πριν μπει η δουλειά στο στούντιο, ο Παύλος Σιδηρόπουλος που έτσι κι αλλιώς με συμπαθούσε, με ρώτησε αν φτιάχνω καλούς καφέδες. Αυτό ήταν. Έφτιαχνα τους καφέδες για τους μουσικούς κατά τη διάρκεια της ηχογράφησης του δίσκου και ασχολήθηκα στην ουσία με το συντονισμό της παραγωγής. Φρόντιζα να είναι στην ώρα τους οι μουσικοί στο στούντιο, σημείωνα τις ώρες, τέτοια πράγματα…» (απόσπασμα από τη συνέντευξη του Μάνου Ξυδούς στο Δίφωνο τεύχος 79, Απρίλιος 2002). 

Η δεκαετία του ’80 βρίσκει τον Μάνο Ξυδού στα πρώτα του δημιουργικά βήματα. Σχηματίζει τους Dreamers and The Full Moon, ένα συγκρότημα που κατάφερε να κάνει αίσθηση στην Ελλάδα της εποχής τόσο για τα τραγούδια του με αγγλικό στίχο, όσο και για την ιδιαιτερότητα των μελών του να φορούν στα πρόσωπά τους … κουκούλες για να κρύψουν την πραγματική τους ταυτότητα. Η μουσική στο επίκεντρο και η δημοσιότητα σε μοίρα δεύτερη. Κάποια στιγμή βέβαια οι κουκουλοφόροι αποκαλύφθηκαν: Γιάννης Ευσταθίου, Γιάννης Πιπινέλης, Νίκος Πιπινέλης, Σωτήρης Τσούκαλης, Τόλης Σκαμαντζούρας και φυσικά ο Μάνος Ξυδούς. Κυκλοφούν το single «Sardina» και το ομώνυμο τραγούδι γνωρίζει τη μεγαλύτερη επιτυχία. Επίσης κυκλοφορούν τα singles «Anne Frank» και «Dreamin in the night». Ακούγοντας κανείς τα τραγούδια μπορεί εύκολα να διαπιστώσει ότι το προσωπικό ύφος του Μάνου είχε ήδη αρχίσει να σχηματίζεται τόσο ερμηνευτικά όσο και δημιουργικά· οι μελωδίες οδηγούν αμέσως τον ακροατή (κρίνοντας φυσικά εκ των υστέρων και με απόσταση ασφαλείας) στις μελωδίες των Πυξ Λαξ. 

Η αρχή της δεκαετίας του ’90 αποδεικνύεται καθοριστική. Οι Πυξ Λαξ είναι γεγονός με βασικά μέλη τον Φίλιππο Πλάτσικα και τον Μπάμπη Στόκα την ώρα που ο Μάνος Ξυδούς βρίσκεται στο πόστο του Παραγωγού και του Διευθυντή Marketing της ΕΜΙ. Αρχικά συνεργάζεται μαζί τους, όχι ως μέλος του συγκροτήματος, αλλά ως δημιουργός, γράφοντας τραγούδια σε ύφος ποπ με ελληνικό στίχο. Ο δίσκος Τι άλλο να πεις πιο απλά (φράση που δίνει το στίγμα της μπάντας μέχρι το τέλος: απλότητα όχι απλοϊκότητα), φέρει επίσης την υπογραφή του από τη θέση του παραγωγού, όπως και ο τρίτος κατά σειρά δίσκος ο οποίος τον φέρνει και επίσημα στην παρέα ως βασικό μέλος. Τα χνότα τους φαίνεται να ταιριάζουν από την πρώτη στιγμή και αυτό έμελε να κατοχυρωθεί στην πορεία, δημιουργώντας ένα κοινό το οποίο συνδυάζει εκ διαμέτρου αντίθετα μεταξύ τους ακούσματα: το ποπ, το λαϊκό, το ροκ καθώς και το φερόμενο ως έντεχνο με τις καταβολές που το σχημάτισε και το ανέδειξε στο παρελθόν, διαδέχονται το ένα το άλλο, συνδυάζονται απόλυτα και μας προσφέρουν μέχρι το τέλος μια πορεία 17 δισκογραφικών κυκλοφοριών και δεκάδων συνεργασιών (από τον Γιώργο Νταλάρα, τον Sting και τους Κορσικανούς I Muvrini μέχρι τον Δημήτρη Μητροπάνο, τον Βασίλη Καρρά και το Νίκο Νομικό), την οποία πολλά συγκροτήματα έχουν ζηλέψει. Πέρα από αυτό κατάφεραν να σχηματίσουν ένα καλλιτεχνικό πλέγμα, του οποίου κάθε κλωστή και βρόχι συνδέονται άμεσα ή έμμεσα μεταξύ τους, έχοντας ως βασικό άξονα την απλότητα και την πηγαία ανάγκη για ζωή και έκφραση. Από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 δυσκολεύομαι να πιστέψω ότι υπήρχε παρέα νέων ανθρώπων που όταν έπιαναν τις κιθάρες να μην έπαιζαν τραγούδια των Πυξ Λαξ και κατά συνέπεια δικά του. Ο Μάνος Ξυδούς, πρωταγωνιστής σε αυτό το σκηνικό, αφού διασχίσει ποπ κύματα (Με στέλνεις, Πούλα με), αφού περπατήσει με σταθερό βήμα σε λαϊκούς δρόμους (Άστη να λέει, το Ζεϊμπέκικο της Αθήνας, Χάθηκες αλήτισσα) εκτινάσσεται δυναμικά σε μια ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα, παίρνοντας τον χαρακτηρισμό του «ροκά της παρέας»και δίνοντας την αίσθηση (τουλάχιστον σε όσους έχουν στοιχειώδη συναίσθηση της μουσικής πραγματικότητας), ότι τον συνδέει μια ευθεία γραμμή με την εποχή του γνήσιου Rock&Roll, όπως το γνωρίσαμε στην άνθησή του. 

Εκείνο που δεν σταμάτησε ποτέ να κάνει ο Μάνος Ξυδούς από το ξεκίνημά του στη δισκογραφία, είναι να δίνει βήμα σε νέους καλλιτέχνες που μέχρι τότε είχαν απορριφθεί από τις εταιρίες. Κλασικό παράδειγμα επιτυχημένης εκτίμησης και πίστης σε υλικό που αξίζει, είναι η περίπτωση του Χάρη και του Πάνου Κατσιμίχα. Οι δίδυμοι τραγουδοποιοί έχοντας ταλαιπωρηθεί πηγαίνοντας από εταιρία σε εταιρία και έχοντας ήδη εισπράξει αρνητικές απαντήσεις και πόρτες κλειστές, ακούν από τον Μάνο Ξυδού τη φράση «αν ήταν στο χέρι μου, ο δίσκος θα έβγαινε αύριο το πρωί». Τελικά το 1985 με τη μεσολάβηση του ιδίου τα θρυλικά «Ζεστά ποτά» γίνονται πραγματικότητα σε παραγωγή του Μανώλη Ρασούλη και ενορχηστρωτές το Νίκο Αντύπα και τον Γιάννη Σπάθα. Με την ιδιότητά και το ένστικτό του ως παραγωγός, ανοίγει πόρτες, υπογράφει παραγωγές, δίνει τραγούδια και συμμετέχει ακομπλεξάριστα σε δίσκους νέων κατά καιρούς καλλιτεχνών που ήρθαν κι έμειναν, όπως ο Μιλτιάδης Πασχαλίδης, οι Όναρ, ο Γιάννης Χαρούλης, οι Βωξ του Δημήτρη Καρρά και του Μάνου Λιδάκη κ.α Άξιες αναφοράς ήταν και οι συνεργασίες του, το 2002 με τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου στον δίσκο «Προσέχω δυστυχώς», στον οποίο υπέγραψε την πλειοψηφία των τραγουδιών και συμμετείχε ερμηνευτικά και η συμμετοχή δημιουργικά στην επιστροφή του Γιάννη Κούτρα με τίτλο «Χωρίς βαλίτσα και παλτό». Ιδιαίτερος σταθμός στη δισκογραφία του, αποτελεί ο από κοινού δίσκος με τον  Πάνο Κατσιμίχα «Μέχρι να πάρεις παγωτό σε βρίσκει ο χειμώνας», ο οποίος μετά από κάποια χρόνια συμπόρευσης στις ζωντανές εμφανίσεις, σφράγισε μια φιλία δεκαετιών. 

Το 2004 φέρνει το τέλος των Πυξ Λαξ και την αρχή μιας πορείας μοναχικής η οποία καθόλου δεν εμποδίζει το Μάνο Ξυδού να συνεχίσει την καλή δουλειά. Σταθερός απέναντι στην αισθητική του η οποία σαφώς εξελίχθηκε από την αρχή της πορείας του μέσα στο χρόνο (υιοθετώντας ωστόσο μια κάποια εσωτερικότητα που δεν είχε πριν), αμετακίνητος στις αξίες που τον έφεραν ως εδώ, γράφει συνεχώς, ηχογραφεί και εκτονώνεται ροκάροντας πάνω στη σκηνή σαν να μην πέρασε μια μέρα. Η ειλικρίνεια στη γραφή και την στάση, το καλλιτεχνικό έρμα που δεν είχε αποκλίσεις και ο λαϊκός πυρήνας της γραφής του τον έφερναν αντιμέτωπο με την ουσία του ανθρώπου και των αδυναμιών του. Μέχρι σήμερα κατάφερε να κυκλοφορήσει πέντε δίσκους παρόμοιας αισθητικής: Κανάστα (2005), Περιμένοντας το νέκταρ (2006, μαζί με το συγκρότημα Άρωμα γυναίκας), Βράδιασε, τα ξαναλέμε (2007), Μέχρι να πάρεις παγωτό, σε βρίσκει ο χειμώνας (2007, μαζί με τον Πάνο Κατσιμίχα), Τ' αστέρια θα 'ναι πάντα μακριά (2008). Στις 12 και 20 Μαρτίου του 2010 συμμετείχε στις δύο μεγάλες συναυλίες του Χάρη και του Πάνου Κατσιμίχα σε Θεσσαλονίκη και Αθήνα αντίστοιχα, αποδεικνύοντας ακόμα μια φορά με την ερμηνεία του, πως τίποτα δεν μπορεί να εμποδίσει- ούτε καν ο χρόνος που μας φθείρει- τα πηγαία, τα αυθεντικά αισθήματα να εκφραστούν, όταν εκείνα μοιάζουν με ηφαίστειο που βράζει. 

Ο Μάνος Ξυδούς ευτύχησε στο πέρασμά του από αυτό τον κόσμο να πετύχει όσα άλλοι με ίδια φόντα κι ευκαιρίες δεν θα καταφέρουν ποτέ. Υπήρξε σεμνός και ειλικρινής σε κάθε του κίνηση, είτε αυτό γινόταν δημόσια, είτε μακριά από το ρίσκο της δημοσιότητας. Μία από τις πιο ευγενείς φυσιογνωμίες του ελληνικού πενταγράμμου άφησε αυτό τον κόσμο για το ύστατο ταξίδι στο βράδυ της Τρίτης 13 Απριλίου, ύστερα από πρόβα για ζωντανή εμφάνιση σε τηλεοπτική εκπομπή, έχοντας βάλει το δικό του λιθαράκι στην αναζήτηση της ουσίας και της ευτυχίας μέσα από το μονοπάτι της απλότητας. Αν επιχειρούσε λοιπόν μια ματιά προς τα πίσω, σε αυτά που δεν πρόκειται να ξαναρθούν με την ίδια μορφή, θα έβλεπε να καρπίζει συνεχώς ό,τι προσπάθησε να σπείρει από τη θέση που του δινόταν κάθε φορά, κοιτώντας στα μάτια την πραγματικότητα και την ανάγκη της εποχής, χωρίς μεγάλα λόγια και εντυπωσιασμούς. Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε πριν λίγα χρόνια σε ραδιοφωνική συνέντευξη «η αγάπη πάνω απ’ όλα είναι θυσία κι επειδή η θυσία είναι πολύ σκληρή, ας προσπαθήσουμε δύο άλλα πράγματα: τον σεβασμό και την ειλικρίνεια…». 


*Πρώτη δημοσίευση Δίφωνο,
Μάιος 2010.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Camly - A Responsive Blogger Theme, Lets Take your blog to the next level.

This is an example of a Optin Form, you could edit this to put information about yourself.


This is an example of a Optin Form, you could edit this to put information about yourself or your site so readers know where you are coming from. Find out more...


Following are the some of the Advantages of Opt-in Form :-

  • Easy to Setup and use.
  • It Can Generate more email subscribers.
  • It’s beautiful on every screen size (try resizing your browser!)
Subscribe Via Email

Subscribe to our newsletter to get the latest updates to your inbox. ;-)

Your email address is safe with us!