Translate

31 Μαρτίου 2011

Λάκης Παπαδόπουλος και οι φίλοι του 3πλό cd



(ΕΜΙ)

Από τα χρόνια που ο Λάκης Παπαδόπουλος σήκωσε για πρώτη φορά ψηλά τα ρεβέρ των παντελονιών του έχει περάσει καιρός πολύς και πολύ νερό έχει κυλήσει στο αυλάκι της μουσικής διαδρομής, τόσο που να του επιτρέπει να καυχιέται μέσα του για πολλά. Ένα από αυτά είναι οι συνεργασίες του. Τα τραγούδια που προέκυψαν όλα αυτά τα χρόνια από τις συμπράξεις του με ερμηνευτές και δημιουργούς, από παλαιότερους και σημαντικούς έως νεότερους κι ελπιδοφόρους, προσπάθησαν να χωρέσουν στο τριπλό άλμπουμ που κρατάμε στα χέρια μας με τον συγκεκριμένο χαρακτηριστικό τίτλο. Εκείνα που πληροφορούμαστε από τα εισαγωγικά σημειώματα, τόσο του ίδιου του Παπαδόπουλου όσο και του Γιάννη Πετρίδη, ο οποίος ήταν από τους πρώτους που πίστεψε στο ταλέντο του καλλιτέχνη, είναι αφενός ότι υπάρχουν και άλλα τραγούδια που δεν χώρεσαν, αφετέρου ότι αυτά που χώρεσαν δεν υπέστησαν καμία ταξινόμηση. Το πρώτο σημαντικό στοιχείο που έχει αυτή η ανθολογία είναι ότι συγκεντρώνει επαρκώς και μας κάνει γνωστό το μεγαλύτερο μέρος του έργου ενός δημιουργού που δεν τσιγκουνεύτηκε ποτέ τις συνεργασίες κι έδινε αφειδώς τα καλά του τραγούδια εκεί που πίστευε ότι θα πιάσουν τόπο∙ από την Αρλέτα, τον Δημήτρη Μητροπάνο και τη Σωτηρία Λεονάρδου μέχρι τον Σάκη Ρουβά και το Μιχάλη Χατζηγιάννη. Το δεύτερο σημαντικό είναι ότι αυτά τα τραγούδια διατίθενται στις αυθεντικές τους εκτελέσεις και όχι σε κάποια πρόχειρη ζωντανή ηχογράφηση ή βολική επανεκτέλεση. Το τρίτο είναι η προσεγμένη συσκευασία, χαρακτηριστικό γνώρισμα των εκδόσεων της ΕΜΙ. Εκείνο που θα προτιμούσα να συναντήσω στο εν λόγω άλμπουμ είναι ο τρόπος με τον οποίο ο ίδιος ο καλλιτέχνης αντιμετωπίζει μέσα του τα τραγούδια, πώς τα τακτοποιεί στη συνείδησή του, πώς αντιλαμβάνεται τις δημιουργικές περιόδους του και πώς τα μουσικά είδη στα οποία έχει επιδοθεί. Βεβαίως, δεν ξέρω πώς θα μπορούσε να γίνει εφικτό κάτι τέτοιο, δεδομένου ότι αφενός έχει ασχοληθεί από τα λεγόμενα λαϊκό, έντεχνο και ελαφρό τραγούδι μέχρι νεοπόπ και ροκ, αφετέρου ότι και ο ίδιος παραδέχεται την αταξία που τον χαρακτηρίζει σε τέτοια θέματα. Εν ολίγοις πρόκειται για μια πολύ καλή συλλογή, χρήσιμη σε όσους θέλουν να έχουν μια επαρκή εικόνα των συνεργασιών του Λάκη Παπαδόπουλου, αλλά και σε όσους θέλουν μερικά από τα διαμάντια του ελληνικού τραγουδιού στην προσωπική τους δισκοθήκη. 


28 Μαρτίου 2011

Οι νέοι ποιητές της πιο σκληρής εποχής



Τριάντα δημιουργοί ηλικίας έως τριάντα ετών συναντιούνται 
στην ανθολογία που επιμελήθηκαν 
ο Γιώργος Μπλάνας και ο Ντίνος Σιώτης

Της Τιτικας Δημητρούλια

Είναι όλοι τους ώς τριάντα χρόνων. Κάποιοι έχουν μόλις κλείσει τα είκοσι. Οι περισσότεροι είναι πάνω από είκοσι πέντε. Κάποιοι κοντεύουν τα τριάντα και γράφουν απ’ τα είκοσι. Ολοι γράφουν ποίηση και μάλιστα κάμποσο καιρό τώρα. Σπουδάζοντας, κάνοντας μεταπτυχιακά, διδακτορικά, δουλεύοντας. Πολλοί ζουν στην Ελλάδα και αρκετοί εκτός. Κάποιοι εντός και εκτός. Οι περισσότεροι είναι Αθηναίοι στην καταγωγή και ζουν στο κλεινόν άστυ. Οι περισσότεροι είναι άντρες επίσης, οι γυναίκες είναι σχετικά λιγοστές – παρότι η δική μου αίσθηση είναι ότι οι νέες ποιήτριες είναι και πολύ περισσότερες. Πολλοί μεταφράζουν και είναι έντονη η επίδραση της αγγλοσαξονικής κουλτούρας, συγκαλύπτει σχεδόν τις άλλες, όπως συνέβαινε κάποτε με τη γαλλική. Ορισμένους τους ξέρουμε από τις πρώτες ανθολογίες των νεότερων ποιητών: τον Ζήση Αϊναλή, το Μιχάλη Παπαντωνόπουλο, την Εύη Μπούκλη, την Ελλη Παπαγεωργίου, τον Χάρη Ψαρρά, τον Νίκο Βιολάρη, τον Νικόλα Ευαντινό· από τη δίγλωσση, ελληνοαγγλική, ανθολογία «Hellenica: το καινούργιο εντός και πέραν της γλώσσας» (Γαβριηλίδης, 2009) που συγκέντρωσε το 2009 τους νέους ποιητές· και από τη γαλλική του Μισέλ Βόλκοβιτς «12 jeunes poetes» που εκδόθηκε το φθινόπωρο του 2010. Σήμερα, συναντιούνται όλοι στην ανθολογία που επιμελήθηκαν ο Γιώργος Μπλάνας και ο Ντίνος Σιώτης, «30 έως 30». Είναι τριάντα ποιητές ως τριάντα χρόνων και γράφουν στην πρώτη δεκαετία της νέας χιλιετίας.

Το συνεχές της ποίησης

Τον Απρίλιο του 2008 κάναμε μια πρώτη καταγραφή του ποιητικού τοπίου των νεότερων στις ίδιες αυτές σελίδες της εφημερίδας (6.4.2008), μιλώντας εν θερμώ, με όλα τα ρίσκα που ενέχει κάτι τέτοιο. Είχαμε επίγνωση ότι όπως έλεγε κι ο Τέλλος Αγρας στο τέλος της εισαγωγής του στην ανθολογία «Οι νέοι»: «ο καιρός θα ξεχωρίση». Αυτός ο καιρός, με «τις ιδιότροπες παλιμβουλίες του» σίγουρα δεν έχει ακόμα αποφανθεί. Αλλά τα τρία αυτά χρόνια που περάσαν από τότε οι νέοι ποιητές, εικοσάρηδες, τριαντάρηδες, σαραντάρηδες, συναντιόντουσαν μεταξύ τους και με τους πρεσβύτερους στα καφέ και στα μπαρ όπου διάβαζαν ποιήματά τους ή έκαναν ευφάνταστες περφόρμανς με μεγαλύτερη ή μικρότερη επιτυχία. Συνέχισαν να φτιάχνουν τα δικά τους περιοδικά, το φρι-πρες ποιητικό σκεύος «Τεφλόν», το «Κουκούτσι» και άλλα πολλά. Μέσα σ’ αυτά τα τρία χρόνια, όσο κι αν είναι λίγα, δεν δημιουργήθηκε στιγμή κενό, μια εντύπωση υποχώρησης της ποιητικής παραγωγής όπως στα μέσα της δεκαετίας του 1990, αντίθετα ήταν έντονη η αίσθηση ενός continuum, ενός συνεχούς ποιητικού, όπου δημιουργούν ποιητές με ελάχιστα κοινά και μεγάλες διαφορές.

Αυτό το συνεχές βεβαίως δεν μπορεί να αποτυπωθεί στην ολότητά του. Ο Ντίνος Σιώτης στην εισαγωγή του ανεβάζει τον αριθμό των νέων κάτω από 30 που γράφουν ποίηση στους 200 περίπου. Είναι βέβαιο ότι είναι ακόμη περισσότεροι, όπως πολλοί περισσότεροι είναι οι νέοι ποιητές άνω των τριάντα. Αρκεί να διαβάσει κανείς τα περιοδικά λογοτεχνικά και πολιτιστικά, που διαρκώς πληθαίνουν, να αναζητήσει ομαδοποιήσεις, την «Ομάδα Από Ποίηση» (Γαβριηλίδης, 2010), το Poetry now, διακαλλιτεχνικές και περισσότερο θεωρητικές συσσωματώσεις σε νέους χώρους όπως το salon de vortex, που «σκοπεύει στην παρουσίαση και  ανάδειξη συλλογικοτήτων και συνεργασιών  από τον χώρο των εικαστικών της ποίησης και του κοινωνικοπολιτικού στοχασμού  με επίκεντρο την αναπτυσσόμενη ανεξάρτητη σκηνή στην Ελλάδα του 21ου αιώνα». Είναι βέβαιο ότι το πεδίο είναι ευρύτατο και δύσκολα ορίζεται, περιγράφεται, καταγράφεται. Είναι όμως και ζωηρό και ζωντανό, κι αυτό μετράει.

Τα χαρακτηριστικά τους

Για να έρθουμε και στην ανθολογία τώρα, που επιβεβαιώνει αυτή τη ζωντάνια, αφού οι ανθολογίες πολλαπλασιάζονται όταν υπάρχει διακύβευμα, και για τριάντα ποιητές μαζί είναι δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να μιλήσει κανείς. Μια δυσκολία που πρώτος την αντιμετώπισε ο Γιώργος Μπλάνας στην εισαγωγή του και ευφυώς την παρέκαμψε: δεν στάθηκε σε ονόματα, αλλά σε κάποια σημαίνοντα κοινά τους, εκ των οποίων και το εξής πολύ ενδιαφέρον: ότι όλοι τους δεν αρκούνται σε επιφανειακά μοντερνιστικά παιχνίδια, αρνούνται τον εύκολο φορμαλισμό, χαρακτηρίζονται από μια αφηγηματικότητα και αναζητούν «την ποίηση μέσα στη γλώσσα», το ποίημα που δεν θα μοιάζει με ποίημα αλλά θα είναι.

Η αλήθεια είναι ότι κρίση μπορεί κανείς να εκφέρει μόνο για τον καθένα ποιητή χωριστά, κι αυτή δεν μπορεί παρά να είναι σχετική, ειδικά για εκείνους που κάνουν πραγματικά τα πρώτα τους βήματα στον χώρο: αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, το στοίχημα δεν είναι αν οι νέοι αυτοί ποιητές θα συνεχίσουν να γράφουν ή όχι, αλλά ποια θα είναι η βαρύτητα του λόγου τους, πώς θα ριζώσουν στην εποχή, πώς θα συνδεθούν με τον κόσμο και με το μέλλον. Αυτό που πάντα μετράει δηλαδή και γι’ αυτό αξίζει να ανατρέχουμε στο παρελθόν. Διαβάζοντας τα περιεχόμενα της ανθολογίας του Αγρα, σχηματίζει κανείς μια ιδέα όχι για προσωπικές πορείες, αλλά για την πορεία των πραγμάτων. Από την άλλη, αντιλαμβάνεται πόσο σημαντική είναι η κρίσιμη μάζα των ποιητών για την ανάδειξη της εξαίρεσης. Κι αυτή η κρίσιμη μάζα στα τέλη του 20ού αιώνα και στις αρχές του 21ου σίγουρα διαμορφώνεται.

Στην ανθολογία αυτή, προφανώς κάποιες φωνές ξεχωρίζουν, κυρίως επειδή έχουν δουλέψει καιρό και έχουν διαμορφώσει ήδη μια ταυτότητα. Κι αυτό δεν έχει να κάνει με το πότε εξέδωσαν ποίηση, συνάγεται απ’ το ποίημα. Ο Γιώργος Μπλάνας λέει ότι στο σύνολό τους οι ποιητές κρύβουν ή αρνούνται τους προγόνους, τις επιδράσεις τους. Σ’ ένα βαθμό αυτό ισχύει κι όντως διαφοροποιούνται από λογιότερους λίγο μεγαλύτερούς τους ποιητές, τους τριάντα και κάτι, που εξαρχής δεν έκρυβαν τη συνομιλία τους με τους ομοτέχνους τους. Είμαι απόλυτα πεπεισμένη ότι η απουσία μιας τέτοιας συνομιλίας δεν οδηγεί πουθενά - το είδαμε στην πεζογραφία των νεοτέρων, το έλεγα και το 2008. Και δεν είμαι καθόλου βέβαιη ότι πρόκειται και στην προκειμένη περίπτωση για επιλογή και όχι για αδυναμία, ότι η άρνηση της επίδρασης είναι η κατάργηση του αναποτελεσματικού παλιού κι όχι μια έλλειψη που θεωρητικοποιείται. Ο Καρυωτάκης δεν έλεγε στα νιάτα του ότι δεν διαβάζει για να μην επηρεάζεται; Αλλά εντέλει διάβασε, πολύ. Νομίζω και κάποιοι από τους νεότατους αυτούς ποιητές διαβάζουν, από νεορομαντικούς ώς τον Σαχτούρη και τον Καρούζο κι από Ρεμπώ ώς τους εξομολογητικούς, τους μπητ, τους στίχους του ροκ και της ραπ, τον θεατρικό λόγο, επιλεκτικά μεταπολεμικούς και γενιά του ’70. Είναι οι πιο αναγνωρίσιμοι προς το παρόν, σε ένα φάσμα όπου η ψυχρότητα γειτνιάζει με τη θέρμη και τη φλόγα, η ομοιοκαταληξία με το πεζόμορφο ποίημα, η αυτοαναφορικότητα με την ενδοσκόπηση αλλά και τις απόπειρες χαρτογράφησης του κόσμου.

Για όλα ο καιρός θα δείξει. Το βέβαιο σήμερα είναι ότι το κοινό είναι λιγοστό κι επαναλαμβανόμενο στις περφόρμανς και στις εκδηλώσεις· ότι μέσα στην κρίση η έκδοση ποιητικού βιβλίου να δυσκολεύει και πάλι. Η αδιάλειπτη συνέχεια της ποίησης δείχνει την ίδια στιγμή τη σταθερότητά της ως συστήματος μέσα στο λογοτεχνικό πεδίο.

Η ανθολογία αυτή δείχνει ότι οι νέοι ποιητές είναι εδώ κι έχουν μπροστά τους μια σκληρή εποχή. Ας συγκρατήσουμε τα ονόματά τους, ας ψάξουμε τα βιβλία τους και ας μείνουμε σε μια εκτίμηση για τα ποιητικά πράγματα στη χώρα μας που μας έρχεται από μακριά και μας δίνει μια άλλη αισιοδοξία: «Είν’ ευτυχείς οι Ελληνες ποιητές και δεν γνωρίζουν πόσο! Νομίζουν πως είναι παραγνωρισμένοι, περιφρονημένοι, αλλά τα πράγματα αλλού είν’ ακόμα χειρότερα. Η ποίηση στην Ελλάδα συνεχίζει σχετικά ν’ ανθίζει. Ανέκαθεν ήταν μια γλώσσα μητρική που τη μιλούσαν εντυπωσιακά πολλοί Ελληνες, ανεξαρτήτως ηλικίας, φύλου και συνθηκών. Συνεχίζουν να εκδίδονται μαζικά ποιητές, οι ποιητικές ιστοσελίδες πολλαπλασιάζονται, κι όσο για την πολυμορφία και την ποιότητα, διόλου δεν νομίζω ότι υστερούν» (Μισέλ Βόλκοβιτς στον πρόλογο της ανθολογίας του).

Οι 30 ποιητές που περιλαμβάνονται στην ανθολογία είναι οι εξής:

Δημήτρης Αθηνάκης, Ζ. Δ. Αϊναλής, Παναγιώτης Αρβανίτης, Κατερίνα Αυγέρη, Νίκος Βιολάρης, Γιάννης Γκιόκας, Αλέξανδρος Δαμουλιάνος, Νίκος Ερηνάκης, Νικόλας Ευαντινός, Βασίλης Ζηλάκος, Μαρία Κατσοπούλου, Ναταλία Κατσού, Στράτος Κοσσιώρης, Γιώργος Κουτούβελας, Χρίστος Κρεμνιώτης, Σωκράτης Μαρτίνης, Ανέστης Μελιδώνης, Εύη Μπούκλη, Νικόλας Νησίδης, Ευτυχία Παναγιώτου, Ελλη Παπαγεωργίου, Μιχάλης Παπαντωνόπουλος, Εφη Πυρπάσου, Θοδωρής Ρακόπουλος, Κυριάκος Συφιλτζόγλου, Ελένη Τζατζιμάκη, Χρήστος Τριανταφύλλου, Βασίλης Τσιρώνης, Πασχάλης Χριστοδουλίδης, Χάρης Ψαρράς.

*info: 
30 έως 30. Τριάντα ποιητές ώς τριάντα ετών. Ένα τοπίο της νέας ποίησης
Επιλογή: Γιώργος Μπλάνας, Ντίνος Σιώτης
εκδ. Κοινωνία των δεκάτων

*Πρώτη δημοσίευση Καθημερινή.

25 Μαρτίου 2011

Συνέντευξη με την Τάνια Τσανακλίδου




Η παρουσία της επί σκηνής μοιάζει με μια φλόγα που όσα χρόνια κι αν περάσουν δεν λέει να κοπάσει. Ακόμα και αν τον τελευταίο καιρό έχει επιλέξει συνειδητά να μην εμφανίζεται πολύ, ακόμα και αν όπως ισχυρίζεται περνάει μια φάση συλλογισμού και εσωστρέφειας, η Τάνια Τσανακλίδου μας αποκαλύπτεται πλήρως και ειλικρινώς μέσα από ακόμα μία ζωντανή ηχογράφηση με τη συνοδεία τριών ακουστικών οργάνων. Το «Παλιές αγάπες & λόγια μεθυσμένα» κυκλοφόρησε πρόσφατα σε διπλό cd. Με την αφορμή αυτή βρεθήκαμε απέναντί της ανακαλύπτοντας τους φόβους και τις αλήθειες μιας «ηθοποιού που απλά της αρέσει να τραγουδάει». 

Σε σχέση με τα χρόνια που βρίσκεστε στο ελληνικό τραγούδι οι δίσκοι σας δεν είναι και τόσοι πολλοί. Εκείνο που προκαλεί απορία είναι γιατί έχετε τόσες πολλές ζωντανές ηχογραφήσεις. Μέτρησα πέντε. 

Πάντα το λάιβ μου άρεσε περισσότερο. Το στούντιο δεν το άντεχα στο παρελθόν- τώρα τα πράγματα έχουν αλλάξει μέσα μου- δεν μπορούσα να τραγουδήσω χωρίς κόσμο. Έπρεπε να περάσουν πολλά χρόνια με πολλή αγωνία και πολύ πυρετό για να μπορέσω να εκτιμήσω τη δουλειά που γίνεται σε ένα στούντιο. Τις ηχογραφήσεις άρχισα να τις απολαμβάνω μετά το «Μαμά γερνάω» γιατί εκεί για πρώτη φορά συνδέθηκα με ανθρώπους που μου ενέπνεαν ασφάλεια.

Έχουμε λοιπόν στα χέρια μας μια νέα ζωντανή ηχογράφηση, η τρίτη κατά σειρά στο Μετρό, η δεύτερη με τους ίδιους ακριβώς συντελεστές, στο ίδιο ακριβώς κλίμα. 

Καταρχήν αξίζει να σημειώσουμε ότι αυτή η παράσταση είχε βιντεοσκοπηθεί για να γίνει DVD, όμως με το πέρασμα του χρόνου εγκατέλειψα την ιδέα. Μάλλον ξεχάστηκα. Όταν πήγα λοιπόν στην εταιρία για να βγει η Προσωπογραφία, με ρώτησαν αν έχω τίποτε άλλο στα σκαριά και ακούγοντας την ύπαρξη της βιντεοσκόπησης, ενδιαφέρθηκαν. Τελικά, ο παραγωγός μου, ο Γιώργος Μακράκης προτίμησε να βγει σε cd. Τόσο απλά. Δεν υπήρξε δηλαδή κάποια βαθύτερη ανάγκη που κίνησε τα πράγματα. 

Ο δίσκος αυτός δεν μπορεί να θεωρηθεί και μια ευκολία για εσάς;

Είναι όντως μια φοβερή ευκολία. Αν δούλευα φέτος, αν παίζαμε ζωντανά, πιθανόν να το συνδυάζαμε με κάτι ακόμα. Από τη στιγμή όμως που δεν θα βγω στη σκηνή, σκέφτηκα εκείνους που έρχονται στις παραστάσεις περιμένοντας από εμάς κάποια πράγματα. Μέσα στα χρόνια πίστεψα πολλές φορές ότι είμαι μόνη μου. Όμως κατάλαβα ότι υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που παρηγορούνται ακούγοντάς μας να τραγουδάμε και όταν δεν το κάνουμε στεναχωριούνται. Περισσότερο το είδα ως ένα δώρο για όλους αυτούς, μιας κι εμένα δεν μου στοίχισε απολύτως τίποτα. Δεν φιλοδοξώ κάτι από αυτό τον δίσκο, δείτε το σαν μια καταγραφή της δουλειάς μου. 

Πολύ αυθόρμητα όλα αυτά, όπως και η ηχογράφηση που ακούμε. Απευθείας αποσπάσματα και παρλάτες από το πρόγραμμα. 

Αυτή η ηχογράφηση δεν υπέστη ούτε μία επεξεργασία στο στούντιο. Γενικά δεν μου αρέσει να επεμβαίνω στις ζωντανές ηχογραφήσεις των προγραμμάτων μου. Στο προηγούμενο live για παράδειγμα κάνω ένα σαρδάμ διαβάζοντας το κείμενο «Στα φανάρια των δρόμων». Δεν θεώρησα ότι έπρεπε να το διορθώσω. Αν το επεξεργαστείς στο στούντιο χάνεται κάτι από την ουσία. Μου αρέσει η αίσθηση να κλείνεις τα μάτια σου και να νομίζεις ότι ζεις εκείνη τη βραδιά. Μπορεί να βγουν και κάποιες υπερβολές στην ηχογράφηση, αλλά δεν με πειράζει. 

Η υπερβολή εξάλλου είναι ένα στοιχείο που σας χαρακτηρίζει ως προσωπικότητα. 

Ξέρετε, με ενοχλεί πια η υπερβολή. Μεγάλωσα και ωρίμασα και την θεωρώ περιττή. Έχω συνεχώς στο μυαλό μου ότι θα ήταν πολύ καλύτερα αν δεν μου ξέφευγαν κάποια πράγματα πάνω στη σκηνή. 

Αυτή η υπερβολή όμως κάνει την ατμόσφαιρα πιο θεατρική. 

Ποτέ δεν αισθάνθηκα εντελώς τραγουδίστρια. Σπούδασα θέατρο, ξεκίνησα από εκεί και ακόμα αισθάνομαι ηθοποιός. Βάζω τα πάντα σε ένα πλαίσιο θεατρικό την ώρα που στήνω το λάιβ μου∙ πάντα υπάρχει χώρος, θερμοκρασία, αποδέκτης. Σαν μια συνομιλία με το κοινό. Αυτή η διαδραστικότητα βέβαια δεν είναι πάντα επιτυχημένη. Στις καλές βραδιές ο κόσμος σε αγκαλιάζει. Υπάρχουν και βραδιές που δεν καταφέρνουμε να τον πάρουμε μαζί μας και είναι φυσικό. Τότε δεν περνάει καλά ούτε ο κόσμος ούτε εμείς. 

Σας ακούμε να μιλάτε για την ηλικία σας, να γελάτε με τα κιλά σας, να αυτοσαρκάζεστε. 

Είναι πολύ οδυνηρή η πραγματικότητα του εαυτού μας, αν δεν γελάσεις μαζί της πώς θα την ξεπεράσεις; 

Σας πειράζει ο χρόνος που περνά;

Νόμιζα ότι δεν θα με πείραζε, αλλά τελικά με σοκάρει. Φόρεσε στην καρδιά μου ένα είδος φόβου. Κάποτε ένιωθα ατρόμητη. Αυτό έχει να κάνει και με τα πράγματα που βιώνουμε καθημερινά∙ αυτή η παλιοκοινωνία κατάφερε και μου μετέδωσε τον φόβο. Είμαι ένας ελεύθερος άνθρωπος και ο φόβος είναι τρομερή σκλαβιά. Όταν γερνάς, αισθάνεσαι ότι θα φτάσει μια στιγμή που δεν θα έχεις αυτάρκεια. Για παράδειγμα, πριν ένα χρόνο έτυχε να πέσω και να χτυπήσω το χέρι μου και το πόδι μου και αυτή η ξαφνική ανημπόρια με αναστάτωσε απίστευτα, σκέφτηκα πως η ζωή μου ίσως να συνεχίσει κάπως έτσι. Έπειτα συνέβησαν όλα αυτά που συμβαίνουν ακόμα στην κοινωνία μας. Είμαι πολύ απαισιόδοξη για το τι πρόκειται για συμβεί. Νόμιζα ότι είχα δυνατότερες αντιστάσεις, αλλά νικήθηκα. Ίσως επί σκηνής να φαίνομαι δυνατή και ανεξάρτητη, αλλά πολύ φοβάμαι ότι κάποια στιγμή όλο αυτό θα το χάσω. 

Ο χρόνος περνά λοιπόν. Τι αφήνει πάνω στην Τάνια; Πέρα από τον φόβο. 

Φέρνει άσχημα αλλά φέρνει και όμορφα πράγματα. Δεν είναι τόσο οι αναμνήσεις, αλλά ο τρόπος που χαράσσεται η ζωή επάνω μας και μας αλλάζει. Μάλλον προς το καλύτερο, αν εξαιρέσουμε τον φόβο. Νομίζω ότι ως άνθρωπος έχω γίνει καλύτερος. 

Να υποθέσω ότι η αυτοκριτική είναι στην ημερήσια διάταξή σας…

Ναι, είναι η διαστροφή μου. Από τα πράγματα που ήθελα να κάνω στη ζωή μου τα περισσότερα τα κατάφερα. Μου έχει διαφύγει όμως κάτι που δεν το είχα αρχικά στο πρόγραμμα και αυτό δεν είναι η οικογένεια. Είναι η περιπλάνηση, τα ταξίδια. Θα ήθελα να πάρω το δισάκι μου και να ταξιδέψω μόνη μου για το άγνωστο με το πρώτο τραίνο που θα βρω. Τελικά κόλωσα και δεν το έκανα. Τώρα μάλλον είναι αργά. 

Πώς εκτονώνεστε;

Δεν εκτονώνομαι. Η μόνη μου εκτόνωση είναι η σκηνή, αλλά πλέον δουλεύω λίγο. Αυτή την περίοδο σκέφτομαι και οι σκέψεις μου είναι στενάχωρες. 

Τις καταγράφετε;

Όχι, αλλά είμαι έτοιμη να το κάνω. Παλιά έγραφα. Κάποτε είχα γράψει μερικά τραγούδια, αλλά όχι με επιμέλεια. Δεν θέλω πια ορμή, θέλω να είμαι αυστηρή με τον εαυτό μου. Και με όλους. 

Είστε από εκείνους που ισχυρίζονται ότι δεν κυκλοφορούν καλά τραγούδια. Να μια αυστηρότητα. 

Ισχυρίζομαι ότι δεν υπάρχουν τραγούδια που να με αφορούν ερμηνευτικά. Στην Προσωπογραφία βρέθηκαν μερικά που ήθελα πολύ να τα πω και τα ευχαριστήθηκα πολύ και στα λάιβ. 

Αναρωτιέμαι αν διαβήκατε ποτέ το σύνορο της ματαιοδοξίας. 

Πολλές φορές. Μόνο στις παλιές μου φωτογραφίσεις να ρίξετε μια ματιά θα το καταλάβετε. Είναι και το επάγγελμα τέτοιο: και να μην είσαι ματαιόδοξος, η έκθεση στο φως σε οδηγεί προς τα εκεί. Πάτησα φρένο όμως πολλές φορές και μάλιστα κάνοντας στροφή 180 μοιρών. Είχα βέβαια την τύχη να μην κάνω ποτέ μεγάλη εμπορική επιτυχία. Η μεγάλη επιτυχία είναι τρομοκράτης. Τρελαίνονται όλοι μαζί σου, μετά τρελαίνεσαι κι εσύ, σε πιάνει το άγχος για το τι θα κάνεις στο επόμενο βήμα. Κατάφερα να οδηγήσω τη ζωή μου εκεί που ήθελα. Έτυχε να την πάω και σε μέρη που τελικά δεν μου άρεσαν και μόλις το συνειδητοποίησα άλλαξα δρόμο. 

«Η τέχνη είναι το παιδί του φόβου και τις ανάγκης», έχετε δηλώσει. Ο μεγαλύτερος φόβος και η μεγαλύτερη ανάγκη της Τάνιας;

Η μεγαλύτερη ανάγκη μας είναι η αγάπη. Ένα αίτημα αγάπης είναι αυτό που μας οδηγεί, που μας οπλίζει με το κουράγιο να εκτεθούμε στον κόσμο. Νομίζω ότι αν ήμασταν χορτασμένοι από αγάπη δεν θα είχαμε λόγο να κάνουμε τέχνη. Με την τέχνη ξορκίζεις το φόβο. Κάπως έτσι γεννήθηκε το τραγούδι. Εκείνο που βλέπω ωστόσο είναι πως από το ’80 και μετά περάσαμε σε μία κοινωνία της γκλαμουριάς και του life style. Το παν είναι να είσαι «in» και η απόλυτη αξία το φαίνεσθαι. Καταλαβαίνετε λοιπόν ότι η τέχνη όταν εξυπηρετεί το φαίνεσθαι δεν μπορεί να δημιουργήσει σπουδαία πράγματα, δεν εκφράζει τις βαθύτερες ανάγκες μας, μένει στις ψεύτικες.

Μια σκληράδα τη βγάζετε η αλήθεια είναι…

Το ξέρω. Έχω αποφασίσει να είμαι πολύ σκληρή με τους ανθρώπους που αγαπάω γιατί κατάλαβα ότι η αγάπη πέρα από παρηγορητική είναι και ανελέητη. 

Μια άλλη αλήθεια είναι ότι έχετε δώσει πάμπολλες συνεντεύξεις και έχετε απαντήσει σε δύσκολες ερωτήσεις, ακόμα και προσωπικές. 

Δεν φυλάγομαι. Αν με ρωτήσετε κάτι θα σας απαντήσω ευθέως. Ούτε κάνω δεύτερες σκέψεις, ότι οι απαντήσεις δεν με συμφέρουν. Τις κάνω εκ των υστέρων και σκέφτομαι ότι έχω πει και πολλές μαλακίες. Βέβαια, κοιτώντας προς τα πίσω, βλέπω ότι μου βγήκε σε καλό, ότι οι άνθρωποι με εμπιστεύονται τουλάχιστον εκείνοι που χρειάζομαι εγώ να με εμπιστευτούν και να με αγαπήσουν. Έχω συλλάβει τον εαυτό μου να κάνει πολλά πράγματα επίτηδες, για να με αγαπήσουν και αυτό έχει μια δόση απελπισίας. Θα ήθελα να μην το είχα. Αλλά το έχω. Είναι το έλλειμμα αγάπης που λέγαμε. 

Το Μαμά γερνάω, έχει φέρει στα μάτια πολλών ανθρώπων δάκρυα. Έχετε σκεφτεί πώς θα αντιδρούσε η μαμά σας αν σας άκουγε να το τραγουδάτε;

Μόλις το ηχογράφησα πήγα στον τάφο της και το έβαλα στο τέρμα. Αυτά είναι πράγματα που δεν θα τολμούσα να τα πω στη μαμά μου όσο ζούσε. Απελευθερώνεσαι όμως όταν το κάνεις. Με τη μαμά μου ήμασταν ίδιες, γι’ αυτό είχαμε και πολλές κόντρες. Πιθανότατα να με έπαιρνε αγκαλιά και να έκλαιγε. Κι εγώ, ως αντιδραστική θα θύμωνα. Η μητέρα μου ήταν ένας πολύ καλός άνθρωπος. 

Αν είχατε μια κόρη και το τραγουδούσε σε εσάς;

Κάπως έτσι. Κάθε φορά που το τραγουδάω, υπάρχουν κάτι παράξενα ζευγάρια ανθρώπων από κάτω που αγκαλιάζονται και κλαίνε. Είναι μαμάδες με τις κόρες τους. Αυτό με συγκινεί πολύ βαθειά, αισθάνομαι ότι και τίποτα άλλο να μην είχα κάνει, μόνο και μόνο αυτό είναι μεγάλη ευτυχία για μένα. Δεν το έκανα εγώ, το έκανε το τραγούδι. Εγώ έγινα ο καταλύτης για να συμβεί. 

Θέλετε να κλείσουμε με την πιο μεγάλη σας αλήθεια, κυρία Τσανακλίδου;

Φοβάμαι. Αυτό σημαίνει ότι μάλλον έχω χάσει την ελευθερία μου. Κι αυτό ξέρετε πώς ξεπερνιέται; Με έναν μεγάλο ηρωισμό. Από παιδί ήθελα να είμαι ήρωας, όχι καλλιτέχνης. Μην νομίζετε ότι οι ήρωες δεν φοβούνται. Απλά κάποια στιγμή υπερβαίνουν τον εαυτό τους. Για να ξεπεράσω το φόβο μου ίσως θα πρέπει να κάνω κάποια ηρωική πράξη την οποία ακόμα αναζητώ.  

*Πρώτη δημοσίευση Δίφωνο,
Μάρτιος 2011.

21 Μαρτίου 2011

Τάνια Τσανακλίδου- Παλιές αγάπες και τραγούδια μεθυσμένα/ Ζωντανή ηχογράφηση από το ΜΕΤΡΟ



(Lyra)

Ως μια απλή καταγραφή της δουλειάς της μας καλεί να αντιμετωπίσουμε αυτό τον δίσκο η ίδια η Τσανακλίδου. Το αίτημα δεν μοιάζει παράλογο, δεν θα μπορούσαμε εξάλλου να το αντιμετωπίσουμε κάπως αλλιώς. Έξι χρόνια μετά την προηγούμενη ζωντανή ηχογράφηση της, την τρίτη κατά σειρά στο ίδιο μαγαζί, τη δεύτερη στην ίδια ακριβώς (ακουστική) αισθητική με τους ίδιους καθ’ όλα εξαιρετικούς συνεργάτες (Παπαζαχαριάκη στην κιθάρα, Καραντίνη στο μπουζούκι και Τσεβά στο ακορντεόν) θα μπορούσαν να έχουν αλλάξει τόσα πράγματα. Κι όμως το άλμπουμ αυτό μοιάζει φυσική συνέχεια του «2 χρόνια Μετρό» με όλα τα συστατικά να προωθούνται απλώς μέσα στο χρόνο. Το νέο ρεπερτόριο καλύπτει ένα φάσμα του ελληνικού πεντραγράμμου που σαφώς προσφέρεται για ένα πρόγραμμα αλά Τσανακλίδου: από το Ηθοποιός του Χατζιδάκι μέχρι το Ένα βράδυ που’ βρεχε του Γούναρη και από την Αχάριστη του Τσιτσάνη μέχρι το Ο κόσμος έγινε για μας  του Μιχάλη Σουγιούλ, κάποια από αυτά παραλλαγμένα στιχουργικά κατά περίσταση. Φυσικά δεν λείπουν και τα δικά της γνωστά τραγούδια όπως η Ηλιαχτίδα και το ξεχασμένο από τα λάιβ Τσάρλι Τσάπλιν. Παρών ως δημιουργός φυσικά είναι και ο Κραουνάκης του οποίου τις επιτυχίες δεν αποχωρίζεται ποτε: Πάτωμα, Φωφώ, Μοίρες, Αυτή η νύχτα μένει, Ζελατίνα κ.α. ενώ σε μεγάλο μέρος ακούμε τον Παναγιώτη Τσεβά να αναλαμβάνει αξιοπρεπώς ρόλο τραγουδιστή. Ανάμεσα στα τραγούδια μεσολαβούν τα λόγια της ίδιας της ερμηνεύτριας χωρίς καμία τεχνική επεξεργασία, προσδίδοντας ζωντάνια και θεατρικότητα σε ένα άλμπουμ που το μόνο που φιλοδοξεί είναι να μας μεταφέρει λίγη από τη μαγεία της στιγμής εκείνης. 

*Πρώτη δημοσίευση Δίφωνο
Ιανουάριος 2011. 

20 Μαρτίου 2011

Απόψε στον Ιανό μια γιορτή για την ποίηση



Κυριακή, 20 Μαρτίου 2011 19:00  
IANOS Σταδίου 24

Για έκτη συνεχή χρονιά ο IANOS γιορτάζει την Παγκόσμια Ημέρα της Ποίησης (21/3) με έναν τρόπο διαφορετικό, που αγαπήθηκε από όλους.

Συγγραφείς, μουσικοί, επιστήμονες, άνθρωποι από τον χώρο της τέχνης & του πολιτισμού διαβάζουν το αγαπημένο τους ποίημα και σκορπούν ποιητικές μελωδίες στο café του ΙΑΝΟΥ, ενώ καθιερωμένοι και νέοι μουσικοί παρουσιάζουν νέες συνθέσεις μελοποιημένης ποίησης.

Καλεσμένοι: Γιώργης Γιατρομανωλάκης, Άρης Δαβαράκης, Κωνσταντίνος Κωνσταντόπουλος, Μαρίνα Λαχανά, Ρενάτα Δαλιανούδη, Αλέξανδρος Ασωνίτης, Βασίλης Καλαμαράς, Μηνάς Βιντιάδης, Κερασία Σαμαρά, Σταύρος Σταυρόπουλος, Κωνσταντίνος Μπούρας, Γιώργος Κακουλίδης, Γιώργος Κριμπάς, Νίκος Σιδέρης, Γιάννης Σουλιώτης, Γιώργος Δουατζής, Γιώργος Κοτανίδης, Γιώργος Κουτούβελας, Πάνος Σαββόπουλος, Πένυ Παπουτσή, Απόστολος Καλτσάς, Στράτος Τζώρτζογλου, Κωνσταντίνος Τζαμιώτης, Χρήστος Μιχαήλ κ.α.

Μελοποιημένη ποίηση ερμηνεύουν: Γιώργος Μεράντζας,  Σάκης Τσιλίκης, Βασίλης Γισδάκης, Ευσταθία, Πηγή Λυκούδη, Ρίτα Αντωνοπούλου, Καλλιόπη Βέττα, Γιάννης Κ.Ιωάννου, Δημήτρης Μαραμής, Κορίνα Λεγάκη, Νίκος Ανδρουλάκης, Αλέξανδρος Εμμανουηλίδης, Μαρία Παπαγεωργίου,  Μάριος Στρόφαλης, Θανάσης Βασιλόπουλος, Βικτορία Ταγκούλη, Χρήστος Θεοδώρου, Βαγγέλης Δούβαλης, Φίλιππος Περιστέρης, Μάνος Αβαράκης, Κωνσταντίνος Θεμελής, Σπύρος Κουρκουνάκης, Γεωργία Γρηγοριάδου, Αρετή Κοκκίνου, Νίκος Κολλάρος, Στέφανος Κόκκαλης, Γιούλη Περβολαράκη, Νικόλας Ευαντίνος, Σάκης Βαριεμιτίδης, Νέλλη Βαβάση, Μαρία Μαρκέτου, Γιώργος Αλτής, Νίκος Πλάτανος, Νεφέλη Κουρή, Νίκος Κούρος κ.α.

Στο δεύτερο μέρος του προγράμματος το περιοδικό poiein.gr αφιερώνει την βραδιά στην γυναικεία δημιουργικότητα. Συμμετέχουν οι ποιήτριες Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, Γιώτα Αργυροπούλου, Αγγελική Ελευθερίου, Κατερίνα Καραγιάννη, Κατερίνα Καριζώνη, Κατερίνα Κατσίρη, Έλσα Κορνέτη, Χλόη Κουτσουμπέλη, Μαρία Κωνσταντίνα Κουτσουρούμπα, Αθανασία Κρατημένου, Μαρία Λαγγουρέλη, Φωτεινή Λαμπρίδη, Αφροδίτη Λυμπέρη, Αλεξάνδρα Μπακονίκα, Όλγα Ντέλλα, Λιλλή Ντίνα,  Παυλίνα Παμπούδη, Ειρήνη Σουργιαδάκη, Γεωργία Τρούλη, Βάλια Τσιριγώτη, Μαρία Χρονιάρη.

Έναρξη: 19.00

Είσοδος ελεύθερη

Χορηγοί Επικοινωνίας: 902 fm & tv, www.e-orfeas.gr, www.musicheaven.gr, www.indexonline.gr

18 Μαρτίου 2011

Φίλιππος Πλιάτσικας- Την αλήθεια να πω



(MINOS ΕΜΙ)

Τα 15 νέα τραγούδια του Φίλιππου Πλιάτσικα, αφού δόθηκαν δωρεάν (και νόμιμα) μέσω γνωστής ιστοσελίδας και αφού εν συνεχεία προσφέρθηκαν μέσω κυριακάτικης εφημερίδας, τώρα κυκλοφορούν στα δισκοπωλεία. Ωστόσο όχι μόνα τους: άλλα δύο πολύ ενδιαφέροντα cd τα συνοδεύουν στην ίδια συσκευασία. Ένα με ανθολογημένα τα κρυμμένα διαμάντια του τραγουδοποιού (σε νέες ηχογραφήσεις) από την προσωπική του δισκογραφία και από την εποχή των Πυξ Λαξ κι ένα με συγκεντρωμένα τα ορχηστικά θέματα που έγραψε από το 1998 μέχρι σήμερα, ξεκινώντας από το Στίλβη και φτάνοντας μέχρι το Indian Summer. Όσον αφορά τα νέα κομμάτια, πρόκειται ως επί των πλείστων για ηλεκτρικά ντυμένες μπαλάντες που ακολουθούν τη γνωστή μελωδική γραμμή που προτιμά ο τραγουδοποιός καθ’ όλη τη μοναχική του πορεία, αλλά δοσμένες αυτή τη φορά με μιαν εξωστρέφεια υιοθετημένη από την προηγούμενη κιόλας δουλειά του. Σποραδικά κάποια τραγούδια είναι έχουν ρέγγε και ska ρυθμό, πράγμα που αμφιβάλλω αν ταιριάζει στο προφίλ του δίσκου και κατά συνέπεια του καλλιτέχνη. Στιχουργικά το ερωτικό στοιχείο υποβόσκει ενώ το υπαρξιακό και το αίσθημα απολογισμού είναι εκείνα που κυριαρχούν∙ άλλοτε εξαιρετικά και άλλοτε τετριμμένα. Εν ολίγοις δημιουργικά μπορεί να μην έχουμε ανατροπές και εκπλήξεις, αλλά έχουμε κάποια πολύ όμορφα τραγούδια που αξίζουν ακροάσεις, όπως τα Μια γρατζουνιά για να θυμάσαι, Sam, Θα πάρω ένα χάπι και Χιλιάδες άλλοι. 

*Πρώτη δημοσίευση Δίφωνο
Ιαννουάριος 2011. 

13 Μαρτίου 2011

R.I.P Μανώλης Ρασούλης




ΕΔΩ λίγα περισσότερα για το Μανώλη Ρασούλη.
Λίγα.
Τα πολλά είναι στα τραγούδια.
Και στα κείμενα.
Και στα μη μετρήσιμα που έγιναν συνείδηση
εκεί που ήτανε να γίνουν.

7 Μαρτίου 2011

Συνέντευξη με τον Παναγιώτη Καλαντζόπουλο




Με αφορμή τις εμφανίσεις του παρέα με τη Νάντια Μπουλέ, ο Παναγιώτης Καλαντζόπουλος απαντά σε κάποια από τα ερωτήματά μας...

Είστε από εκείνους που δεν δίνουν καθόλου συχνά συνεντεύξεις. Στρατηγική απέναντι στα μέσα ή αμοιβαία σχέση δούναι και λαβείν;

Στον δημόσιο λόγο πρέπει πρώτα απ’ όλα να ‘χει να πει κανείς κάτι, όχι να γεμίζει φύλλα χαρτί επειδή έχουν ανάγκες τα έντυπα ή το εγώ του. Από κει κι ύστερα όλα τα μέρη στο βάθος ξέρουμε ότι χρησιμοποιούμε ο ένας τον άλλον.

Πώς βλέπετε τα πράγματα στον μουσικό τύπο; Μπορούν τα ηλεκτρονικά περιοδικά πέρα από ταχύτητα στην ενημέρωση, να παρέχουν εγκυρότητα και σωστή κρίση;

Ο μουσικός τύπος υπήρξε ανέκαθεν διχαστικός διότι κατά βάθος ο ρόλος του ήταν ουσιαστικά ανύπαρκτος. Έτσι έζησε παρασιτικά δίπλα σε ένα ναρκισσευόμενο τραγούδι προσπαθώντας να το πείσει, ότι έχουν ο ένας την ανάγκη του άλλου. Απόδειξη, δεν βοήθησε η ύπαρξή του να βγουν μεγαλύτερα τραγούδια από την εποχή που δεν υπήρχε. Σε ότι αφορά τον ηλεκτρονικό τύπο το κύριο προσόν του, η ταχύτητα, είναι και η αχίλλειος πτέρνα του. Πριν προλάβει το κοινό να αφομοιώσει ένα κείμενο έχει βρέξει άλλα εκατό.

Μπορούν οι σελίδες του διαδικτύου να αντικαταστήσουν τη δισκογραφία με τη σοβαρότητα που πρέπει στην ίδια τη μουσική και στους δημιουργούς της;

Παρά τις αισιόδοξες προφητείες και τα χαμόγελα των Ταλιμπάν της τεχνολογίας δεν έχει συμβεί ως τώρα κάτι τέτοιο. Αντίθετα μάλλον, γονάτισε η δισκογραφία λόγω του διαδικτύου.

Είστε από τους συνθέτες οι οποίοι δεν αλλάζουν εύκολα συνήθειες, συνεργάτες και χώρους. Ανασφάλεια, ανάγκη για ζύμωση με τους ανθρώπους, άλλες συχνότητες;

Αλλάζω τόσο όσο μου κάνει κέφι και κάπου-κάπου όταν με αναγκάζουν οι περιστάσεις. Άλλωστε η εποχή που η αλλαγή ήταν στόχος αν δεν κάνω λάθος τελείωσε, τώρα προσπαθούμε να κρατήσουμε ότι μπορούμε από αυτά που είχαμε.

Πώς είναι να συμβιώνει κανείς επί τόσα χρόνια με μία συνθέτη ανάλογου βεληνεκούς; Υπάρχουν τριβές και ανταλλαγή απόψεων; Πόσο επηρεάζει ο ένας το έργο και τις αποφάσεις του άλλου;

Δεν συμβιώνω με συνθέτη, αγαπάω μια πανέμορφη γυναίκα που είναι η παρέα μου, που είναι η νύχτα και η μέρα μου, που έχω δυό παιδιά μαζί της, που είναι ικανή να με επαναφέρει στη λογική και με τρελάνει ταυτόχρονα.

Πόσο εύκολο είναι να είσαι καλλιτέχνης και ιδιοκτήτης δισκογραφικής εταιρίας ταυτόχρονα; Πώς τα πηγαίνει η Cantini; Πρόκειται ουσιαστικά για μια «οικογενειακή υπόθεση», αλλά είναι ταυτόχρονα μια εταιρία βιώσιμη που μπορεί να κάνει άνοιγμα και να στεγάσει και τις δουλειές ενός ευρύτερου κύκλου καλλιτεχνών σε αυτή τη δύσκολη εποχή;

Το Cantini είναι μια οικογενειακή εταιρία, πάει καλά, δηλαδή δεν χρωστάει. Βιώσιμη ναι αλλά υπό τις παρούσες συνθήκες καμιά παραγωγή δεν μπορεί να φέρει πίσω το κόστος της δυστυχώς. Μόνο στον στενό μας κύκλο πλέον μπορούμε να προσφέρουμε στέγη.

Έχετε πολύ καιρό να κάνετε πρωτότυπο δίσκο και δη με τραγούδια.

Ναι, γιατί δεν βρήκα το κίνητρο, είτε καλή παρέα ήταν αυτή είτε παραγγελία. Πάντως το συρτάρι φουσκώνει.

Η συνεργασία σας με την Νάντια Μπουλέ προκαλεί έκπληξη και περιέργεια για το αποτέλεσμα, δεδομένου προέρχεται από έναν τελείως διαφορετικό χώρο από τον δικό σας. Πώς προέκυψε η συνεργασία, τι βρίσκετε στη Νάντια Μπουλέ ως ερμηνεύτρια και συνεργάτη. Υπάρχει προοπτική και για δισκογραφική συνεργασία;

Ο χώρος μου ποτέ δεν κατάλαβα ποιος είναι. Ξέρω που με έβαζαν οι άλλοι, αλλά μέσα μου ποτέ δεν συμφώνησα και το ‘χω πει άπειρες φορές. Πώς γίνεται να είμαι έντεχνος ή ποιοτικός και να μην μ’ αρέσει ούτε το έντεχνο ούτε το ποιοτικό; Την Νάντια Μπουλέ μου την γνώρισε μια φίλη μας η Mrs Brown θα τραγουδήσει μαζί μας απλώς γιατί την άκουσα και μου άρεσε. Επίσης με συγκινεί το ότι με τα ναι και τα όχι της μέσα από το τραγούδι προσπαθεί να δώσει μια πιο ουσιαστική προοπτική στην ζωή της, από εκεί κι ύστερα ας αφήσουμε τον χρόνο να κάνει την δουλειά του.

Αν ήταν στο χέρι σας τι θα αλλάζατε στη μουσική ψυχαγωγία της Αθήνας; Πώς θα θέλατε να είναι τα πράγματα;

Έχω πρώτα ν’ αλλάξω τόσα στον εαυτό μου και στο βάθος όσο παράξενο και να σας φανεί δεν αισθάνομαι ότι με αφορά η Αθήνα πώς θα ‘πρεπε να ψυχαγωγείται.

Στην εποχή της μεγάλης οικονομικής κρίσης, βλέπουμε τις τιμές των μαγαζιών να διατηρούνται αρκετά ψηλά. Επίσης, αν συναντάμε κάποια έκπτωση, αυτή γίνεται από μεριάς κοινού, το οποίο καλείται να πληρώσει ένα εισιτήριο για μια παράσταση χωρίς ποτό. Γιατί συμβαίνει κάτι τέτοιο; Ποιος ευθύνεται γι’ αυτό; Έχουν μερίδιο ευθύνης οι καλλιτέχνες;

Αν εννοείτε καλλιτέχνες τους τραγουδιστές. Ρωτήστε τους. Αυτό που ξέρω όμως είναι ότι όλοι – μουσικοί, ηχολήπτες, φωτιστές - προσπαθούν να ζήσουν με δύο μέρες δουλειά την εβδομάδα και όλοι κάνουν τρεις δουλειές. Επίσης για να κάνουμε και zoom out ότι μας προσδίδει ταυτότητα και συνείδηση ότι ανήκουμε σε ένα γένος δηλαδή η γλώσσα, η εκκλησία, η οικογένεια και το τραγούδι, στις μέρες μας βάλλονται.

Δισκογραφικά και κινηματογραφικά τι ετοιμάζετε αυτή την περίοδο;

Μόλις τελείωσα την μουσική για μια ταινία γαλλική που λέγεται «Νιcostratos» του Olivier Horlait με πρωταγωνιστή τον Emir Kostouritsa. Δισκογραφικά το soundtrack και τα υπόλοιπα ο χρόνος θα δείξει…


*Πρώτη δημοσίευση www.musicpaper.gr

4 Μαρτίου 2011

Συνέντευξη με τον Σωκράτη Μάλαμα




Σημείωση: Η συνέντευξη που ακολουθεί έχει μια ιδιαίτερη συναισθηματική αξία για μένα. Ήταν Νοέμβριος του 2007 όταν ο φίλος και δημοσιογράφος Σπύρος Αραβανής με ρώτησε μέσα από ένα ηλεκτρονικό μήνυμα αν "κατέχω" τον Σωκράτη Μάλαμα. Αν δηλαδή είμαι από τους άρρωστους που τον ακούν φανατικά, που έχουν ταυτίσει στιγμές του πάνω στη σκηνή με δικές τους προσωπικές στιγμές και τέλος αν είμαι σε θέση να γνωρίζω πράγματα για την μουσική του διαδρομή, τόσα ώστε να μπορώ να τα χρησιμοποιήσω για λογαριασμό μιας συνέντευξης. Ήμουν. Είχα νοσήσει σχετικά πρόσφατα αλλά βαριά. Έτσι βρεθήκαμε μαζί με την παρέα που ακολουθεί σε ένα μικρό καφέ στο Κουκάκι, στο πάλαι ποτέ "Φελλός" για να συνομιλήσουμε με τον Σωκράτη (ο ενικός ήρθε νωρίς, ευθαρσώς και με συνοπτικές διαδικασίες). Η συνέντευξη έγινε για λογαριασμό του Διφώνου, ήταν το εξώφυλλο του τεύχους Δεκεμβρίου και για μένα η πρώτη συμμετοχή στις σελίδες του περιοδικού, έστω και από σπόντα. Μιας και ο Σπύρος Αραβανής χθες είχε τα γενέθλιά του, σκέφτηκα ότι αυτή η ανάρτηση τού είναι αφιερωμένη μαζί με ευχές για χρόνια πολλά κι ευχαριστίες. 

Τα παιδιά δεν ήταν μέσα στην πλατεία ούτε ζωγραφιστά αυτή τη φορά. Ήταν απέναντι στον Σωκράτη- η άνευ επιθέτου προσφώνηση ήρθε από την πρώτη στιγμή σχεδόν αβίαστα, ως αυτονόητη θα έλεγα- καθώς αποδέχτηκαν την πρόταση τού Διφώνου να έχουν αυτά το ρόλο του συνεντεύκτη τού Σωκράτη Μάλαμα. Έτσι, η Λένα Βλάσταρά, η Φιλουμένα Ζλατάνου, ο Χρήστος Μιχαήλ και ο Χρήστος Χαντζής με λιγότερες ή περισσότερες δημοσιογραφικές γνώσεις, όλοι τους όμως με την εμπειρία από την ιστορία που φτιάχνουν οι παρέες, είτε αυτές είναι φοιτητικές όπως στην περίπτωση της Λένας Βλασταρά και του Χρήστου Χαντζή (μελών του φοιτητικού περιοδικού Καλειδοσκόπιο) είτε διαδικτυακές όπως της Φιλουμένας Ζλατάνου (in2life.gr) και του Χρήστου Μιχαήλ (μέλους του περιοδικού musicheaven.gr) συνομίλησαν με έναν από τους πιο δημοφιλείς και αγαπητούς στο νεανικό- και όχι μόνο- κοινό, τραγουδοποιούς, έχοντας ως αφορμή για την κουβέντα την κυκλοφορία του πρόσφατου δίσκου του Δρόμοι. Υπάρχει όμως και η αιτία της συζήτησης. Βρίσκεται στους χιλιάδες νέους που γεμίζουν τις μουσικές σκηνές και τα θέατρα, που αναζητούν την αλήθεια και την αγάπη μέσα από τα τραγούδια, που υπερασπίζονται με σθένος το πάθος και την αγωνία τους για καλύτερες μουσικές και στίχους και που τελικά είναι περισσότερο υποψιασμένοι και απαιτητικοί από όσο νομίζουν- ή τους συμφέρει να νομίζουν- ορισμένοι. Και πάνω ο ήλιος μια πηγή/ μια χρυσαφένια βρύση/ νερό το φως του να πνιγεί/ όποιος θέλει να ζήσει, τους τραγουδά ο Μάλαμας. 

-Χρήστος Μιχαήλ: Σε κάποια παλιότερη συνέντευξή σου είχαμε ακούσει ότι παίζεται σταθερά ένα στοίχημα ανάμεσα στους ακροατές σου  αν ο επόμενος κάθε φορά δίσκος θα κινείται σε λαϊκά ή ροκ μονοπάτια. Τώρα η ζαριά έφερε κατά κύριο λόγο λαϊκά;

Είναι καθαρά λαικός ο καινούριος δίσκος, εκτός από ένα δυο τραγούδια που ξεφεύγουν λίγο. Αυτό όμως είναι κάτι που δεν μπορείς να το προγραμματίσεις καθώς εδώ και εφτά χρόνια έλεγα συνέχεια ότι «θα κάνω ένα δίσκο με λαικά τραγούδια» και όλο προέκυπτε κάτι άλλο. Κοιτάξτε, εμένα, γενικά, μου αρέσει ό,τι έρχεται στο δρόμο μου να το επεξεργάζομαι και στη συνέχεια ή να το αφήνω στην άκρη ή να το χρησιμοποιώ. Για αυτό υπάρχει μερικές φορές αυτή η ανομοιογένεια στους δίσκους μου και η έλλειψη ενός ξεκάθαρου στίγματος, ότι δηλαδή αυτά είναι μπαλάντες, αυτά είναι λαικά, αυτά είναι ηλεκτρικά.

-Χρήστος Χαντζής: Ο όρος «λαικό τραγούδι» λένε ορισμένοι  αναλυτές ότι σ’ έχει εκφυλιστεί.  Πως θα όριζες εσύ τον όρο αυτό σήμερα;

Δεν ξέρω, δεν μπορώ να το ορίσω ή να σας πω για παράδειγμα ότι η λαική βάση ακούει λαικό τραγούδι γιατί ποιο είναι αυτό; Αν εξαιρέσουμε τις δεκαετίες 50, 60,70 και δυο τρεις μεμονωμένες περιπτώσεις όπως ο Νικολόπουλος που γράφει όντως λαικά τραγουδια καθώς προσέχει οι στίχοι του να είναι συμπυκνωμένοι, απλοί και ευκολόληπτοι, όλοι οι άλλοι χρησιμοποιήσανε στοιχεία από την ποπ, τη ροκ, τη τζαζ κ.α δηλαδή έγραψαν λαικά τραγούδια βάζοντάς τους ένα άλλο ένδυμα. Για αυτό  και οι Pink Floyd, οι Joe Division ή ο Μάνος Χατζιδάκις και ο Μίκης Θεοδωράκης έκαναν λαικά τραγούδια έτσι δεν είναι;  Δεν νομίζω λοιπόν ότι υπάρχει ορισμός. Ας το ορίσει κάποιος άλλος που θεωρεί ότι είναι υπήκοος της χώρας ορθοδόξων ορισμών και κανόνων…Εγώ το αφήνω έτσι.

-Χρ. Χαντζής: Μέρος του  κοινού σου υποστηρίζει ότι στον καινούριο δίσκο ακολούθησες ένα δρόμο χωρίς μεγάλες διαφοροποιήσεις από το παρελθόν, μάλιστα «γκρινιάζουν» ότι πρόκειται για ένα εύκολο δρόμο και ότι εγκατέλειψες  τα πειράματα που έκανες στους δυο τελευταίους σου δίσκους. Τι λες γι’ αυτό;

Ας γκρινιάζουν, δεν πειράζει. Εγώ αυτό το υλικό είχα στα χέρια μου και το ευχαριστήθηκα μέχρι θανάτου καθώς έχω πιει πολλά κρασιά με αυτά τα τραγούδια, έκανα πολύ παρέα μαζί τους. Θέλω να τονίσω κάτι όμως. Δεν κάνω πειράματα. Όπως είπα και πριν, δημιουργώ όπως έρχονται τα πράγματα και έτσι άλλα απορρίπτω και σε άλλα προσηλώνομαι. Έτσι και τώρα προσηλώθηκα σε αυτά τα τραγούδια που ήταν μια επιθυμία μου να έχουν αυτήν την απλή λαϊκή φόρμα, την οποία μπορώ να πω ότι κατέχω αρκετά, έπειτα από τουλάχιστον  μια εικοσαετία που πέρασα στα μαγαζιά πριν μπω στη δισκογραφία.

 -Λένα Βλασταρά: Οι συνεργάτες σου τι ρόλο παίζουν στη διαμόρφωση του τελικού στυλ;

Παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο. Μέσα στο στούντιο ένα μελωδικό θέμα μεταμορφώνεται τελείως διαφορετικά από τον κιθαρίστα ή τον πιανίστα ή τον μπουζουξή. Για παράδειγμα το τραγούδι Βγαίνω νύχτα να σε ψάξω που υπάρχει στον καινούριο δίσκο στην αρχική του μορφή ήταν μια μπαλάντα ρυθμική με ανατολίτικη μελωδία. Όταν μπήκε η ορχήστρα στο στούντιο και είχε τους οδηγούς, έπαιξε ο καθένας με το δικό του τρόπο και παρήχθη ένα τραγούδι καινούριο, με τη συμβολή όλων και αυτό μου άρεσε πολύ. Άλλες φορές όμως αυτό είναι καταστροφικό οπότε ξεκινάμε πάλι από την αρχή…

-Φιλουμένη Ζλατάνου: Μια διαφορά αυτού του δίσκου είναι η συμμετοχή της Χάρις Αλεξίου. Τι σου προσέφερε σε δημιουργικό επίπεδο και τι σε σένα τον ίδιο;

Προσωπικά ικανοποίησα ένα απωθημένο που είχα για πολλά χρόνια, να την ακούσω σε δικά μου τραγούδια. Δημιουργικά τώρα, σε ορισμένα τραγούδια, ιδίως στις μπαλάντες σκεφτόμουνα πολύ έντονα τη φωνή της και το πώς κυλάει πάνω σε αυτούς τους μελωδικούς τρόπους. Αντίθετα το Μην πολεμάς, που οι στίχοι είναι δικοί της, μου βγήκε χωρίς ιδιαίτερη σκέψη, αυτούσιο. Γενικά τη φωνή της Χαρούλας την έχω μέσα μου, την ξέρω εσωτερικά-σωματικά.

-Λένα Βλασταρά: Πως προέκυψε η επιλογή της Αμερικής για το mastering του δίσκου;

Από περιέργεια ήθελα να δω πως γίνεται έξω η επεξεργασία, τι ήχος παράγεται. Τελικά τα ίδια πράγματα κάνουν και εκεί. Αλλά και οικονομικά, ισχύουν πάνω κάτω οι ίδιες τιμές, ίσως λίγο φθηνότερα εδώ. 

-Χρ. Μιχαήλ: Εικαστικά βλέπουμε στο δίσκο να κυριαρχεί το λευκό, το φως. Έχεις όμως τη φήμη του πιο μελαγχολικού, του πιο σκοτεινού…

Τα έχω ακούσει και εγώ αυτά τα πράγματα και τα βαριέμαι…Μελαγχολικός είναι ο καθένας μας, δεν είμαι περισσότερο μελαγχολικός από ό,τι είσαι εσύ, μάλιστα μπορώ να σου πω ότι υποθάλπω και ένα γελοίο τσαρλατάνο μέσα μου ο οποίος διασκεδάζει πάρα πολύ και με τη θλίψη του ακόμα. «Πέφτουν» γενικά πολλά επίθετα γύρω μας όπως πέφτουν οι πέτρες. Ο κόσμος ίσως έχει ανάγκη να δίνει χαρακτηρισμούς. Νομίζω όμως ότι πρέπει να σταματήσουμε αυτά τα πράγματα γιατί ένας χαρακτηρισμός προϋποθέτει κρίση και συνέχεια κρίνουμε σαν να γεννηθήκαμε κριτές...

-Φ. Ζλατάνου: Γιατί σε αυτή τη δουλειά δε βρίσκουμε πολλούς δικούς σου στίχους; Είναι ένα βήμα σε νέους στιχουργούς;

Τα τελευταία χρόνια το κάνω συστηματικά για δύο λόγους: κατ’ αρχήν γιατί δεν γράφω στίχους πια τόσο συχνά ο ίδιος και κατά δεύτερον γιατί θέλω να δανείζομαι λόγο από τους άλλους, και έτσι μοιραζόμαστε πράγματα. Δεν λατρεύω αποκλειστικά το λόγο μου. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, μου άρεσε ιδιαίτερα ο λόγος του Δημήτρη Παπαχαραλάμπους, θαύμασα την απλότητα  και την αμεσότητα του στίχου του όπως και οι στίχοι της Φωτεινής Λαμπρίδη και του Γιάννη Μελισσίδη.

-Λ. Βλασταρά: Μιλήσέ μας για αυτούς τους δυο νέους στιχουργούς σου τον Παπαχαραλάμπους και τον Μελισσίδη. Είναι νέοι και ηλικιακά;

Ναι, είναι νέοι άνθρωποι γύρω στα τριάντα, οι οποίοι μου έδωσαν στίχους όπως έρχονται και μου αφήνουν πολλοί. Ο Μελισσίδης είναι καθηγητής σε ένα λύκειο στη Χαλκιδική και ο Παπαχαραλάμπους φιλόλογος σε ένα λύκειο της Αθήνας.

-Φ. Ζλατάνου: Μικρός έχεις δηλώσει ότι μελοποίησες Βάρναλη, έχεις ήδη καταθέσει ένα εξαιρετικό μελοποιημένο ποίημα του Καβάφη, τώρα βλέπουμε  να μελοποιείς Τόλκιν. Πως προέκυψε αυτό;

Ένας φίλος μου που ασχολείται με τη γλώσσα των ξωτικών μου έδωσε τους στίχους αυτούς και μου ζήτησε να τους μελοποιήσω για να τους ακούει. Το ξανάκουσα μετά από καιρό στο σπίτι του και μου άρεσε να το βάλω στο δίσκο. 

-Λ. Βλασταρά: Παρατηρώντας τους στίχους σου γενικά βλέπουμε μια ιδιαίτερη εμμονή με τον αέρα, τα συνώνυμα και τα παράγωγά του…

Το διαπιστώνω και εγώ όταν έχουμε συναυλίες και τραγουδάω….Δεν ξέρω στ’ αλήθεια γιατί συμβαίνει αυτό…’Εχω φτάσει μάλιστα στο σημείο κάθε φορά πια που γράφω να ελέγχω μήπως περνάει αέρας από το γραπτό…Αλήθεια σας το λέω…

-Χρ. Μιχαήλ: Να το θεωρήσουμε λοιπόν ως μια εμμονή. Έχεις άλλες εμμονές στη μουσική για παράδειγμα; 

Όχι, ακούω τα πάντα, βρίσκω ενδιαφέρον σε όλα τα στοιχεία, είτε είναι δημοτικά είτε είναι ρεμπέτικα είτε είναι ροκ. 

 -Λένα Βλασταρά: Ο δίσκος κυκλοφόρησε από τη Λύρα που είναι υπό νέο καθεστώς. Κάποιοι τρέμουν ότι θα δουν διαφήμιση του δίπλα στα Ζουζούνια και τα Παρατράγουδα…

Όχι, αυτό το έβαλα στο συμβόλαιό μου ως όρο, να μη διαφημίζομαι, δηλαδή, τηλεοπτικά. Δεν μου αρέσει αυτό το «πάρτε κόσμε». Υπάρχει το ραδιόφωνο ή τα έντυπα για να γίνει η διαφήμιση. Η τηλεόραση όπως έγινε  κατατρώει τον εαυτό της, είναι πολύ χαμηλού επιπέδου. Άλλωστε σε ποια εκπομπή να πάω; Επιπλέον δεν σαγηνεύομαι εύκολα από την τηλεοπτική κάλυψη. Εγώ θέλω να έχω απέναντί μου έναν άνθρωπο να ανταλλάξουμε πέντε κουβέντες και να υπάρχει ένα υλικό υποστηριχτικό της συζήτησης ή να πάρω την κιθάρα και να παίξω επί του πραγματικού χωρίς να μας κατακλύσουν οι διαφημίσεις. Δεν με ενδιαφέρει γενικά ο επεκτατισμός που προσφέρει η τηλεόραση, να γίνω ο πρώτος του χωριού,  με ενδιαφέρει να είμαι εγώ. 

-Χρ. Χαντζής: Βλέπουμε όλους και περισσότερους καλλιτέχνες να στρέφονται προς την ανεξάρτητη παραγωγή. Εσύ σκέφτηκες ποτέ να κάνεις κάτι τέτοιο στο μέλλον; 

Κοιτάξτε, τις περισσότερες φορές οι ανεξάρτητες παραγωγές είναι μια λύση ανάγκης. Δεν είναι εύκολο να βγάλεις από την τσέπη σου 30-40 χιλιάδες ευρώ να πληρώσεις τα έξοδά σου και μετά να διακινήσεις και τη δουλειά μόνος σου. Όλες οι δουλειές χρειάζονται ενδιάμεσους. Υπάρχουν οι άνθρωποι που παραγάγουν και οι άνθρωποι που μεταπωλούν το εμπόρευμα. Την έχουμε πέσει στις εταιρείες ότι έχουν τον κακουργηματικό ρόλο στην ιστορία. Παλαιότερα όμως που ο κόσμος αγόραζε δίσκους, οι εταιρείες ήταν μια χαρά. Δεν έτρεχε τίποτα. Τώρα όλοι λένε «μας γδέρνουν». Τι σας γδέρνουν; 20 ευρώ δεν είναι ακριβά για ένα cd.

-Λ. Βλασταρά: Ναι, αλλά αν θέλεις να αγοράσεις 20 cd είναι ακριβά…

Ρε πουλάκι μου, πας και δίνεις 3 ευρώ για έναν καπνό και καπνίζεις. Το τετραπλάσιό του δεν αξίζει να το δώσεις σε κάτι για το οποίο κάποιος είναι προσηλωμένος 2 και 3 χρόνια και ζει από αυτό; Και δεν πρέπει να ξεχνάμε την αλυσίδα των ανθρώπων που ασχολούνται, από την παραγωγή μέχρι την αναπαραγωγή και τη διακίνηση. Ας πάψουμε να λέμε ότι η μουσική βιομηχανία μας έχει μαχαιρώσει πισώπλατα. Όποιος μπορεί να διαθέσει ας αγοράζει. Οι άλλοι ας τα αντιγράψουν, δεν είναι κακό.

-Χρ. Χαντζής: Με την αντιγραφή όμως χάνεις και το εικαστικό μέρος του δίσκου, τους στίχους κ.τ.λ.

Οι περισσότεροι ενδιαφέρονται για το θέμα, τα τραγούδια, όχι το ένθετο και τα εικαστικά. Μπορεί βέβαια να χάνεται η ποιότητα του ήχου, αυτό όμως δεν γίνεται κατανοητό στο μέσο ακροατή και εγώ μάλιστα πολλές φορές δεν μπορώ να ξεχωρίσω στην αρχή αν πρόκειται για πρωταρχικό ή αντιγραμμένο cd. 

-Χρ. Μιχαήλ: Πολλοί  όμως καλλιτέχνες ενοχλούνται από την αντιγραφή.

Είναι ενοχλητικό όμως αν δεν έχεις λεφτά τι να κάνεις; Εγώ έχω ακούσει όλη τη ροκ σκηνή του 60, του 70 και του 80 από κασέτες, όχι αγορασμένες αλλά αντιγραμμένες, Μαζευόμαστε κάποιοι φίλοι, βάζαμε από 20-50 δραχμές ο καθένας  και αγοράζαμε ένα δίσκο, τον αντιγράφαμε, κρατούσαμε τις κασέτες και μετά ο καθένας με τη σειρά κρατούσε για λίγο το δίσκο στο σπίτι του. 

-Χρ. Χαντζής: Ας περάσουμε στο θέμα του διαδικτύου. Υπάρχει ένα φόρουμ στο ίντερνετ που ασχολείται σχεδόν φανατικά με εσένα. Από ανθρώπινη περιέργεια δεν θα ήθελες να μπεις να δεις τι γράφουν, γιατί μπορεί να γκρινιάζουν, γιατί να γουστάρουν πολύ.

Κατ’ αρχήν δεν γνωρίζω το διαδίκτυο, είμαι ξένος, παλαιολιθικός με αυτά τα πράγματα. Τώρα τελευταία βέβαια βάζω τα παιδιά μου να μου δείξουν και έχω αρχίσει σιγά σιγά να σαγηνεύομαι. Ως προς το τι λένε για μένα, δεν με ενδιαφέρει γιατί οι γνώμες είναι πάντα γνώμες. Αν μπω και αρχίσω να  σκέφτομαι τι γράφεις εσύ για μένα, θα αρχίσει να διοικείται η σκέψη μου από το τι σκέφτεσαι εσύ για μένα και εγώ αυτό δεν το θέλω. Πρέπει να σας πω ότι έρχονται μετά τις συναυλίες και μου τα λένε, μου κάνουν το κεφάλι καζάνι, ενώ είμαι εξουθενωμένος. Είναι καταπληκτικοί, έχουν την ανάγκη να μιλήσουν και εγώ απαντώ σε όλους «ναι» (γέλια).

-Φ. Ζλατάνου: Στις καλοκαιρινές περιοδείες στην Αθήνα πολύς κόσμος γιουχάισε τον Αλκίνοο και στην Κύπρο πολύς κόσμος εσένα. Τι συναισθήματα σου προκαλεί αυτό; Εξακολουθούν να είναι αδηφάγοι οι οπαδοί;

Δεν είναι θέμα αδηφάγων οπαδών, είναι παιδικές προσκολλήσεις. Όταν αποφασίσουν δυο άνθρωποι να συνεργαστούν σημαίνει ότι υπάρχει λόγος. Και όχι αυτός που άκουσα ότι «τα πήρατε τα φραγκάκια, πήρατε τα πακέτα…κ.τ.λ ». Οι άνθρωποι λοιπόν δημιουργούν στρατόπεδα, λένε «αυτό με εκφράζει, είμαι η μοναδικότητα εγώ σαν ακροατής και ο καλλιτέχνης τον οποίο πρεσβεύω είναι και αυτός μια μοναδικότητα». Αυτές όμως οι μοναδικότητες δημιουργούν ένα υφέρποντα φασισμό που εκφράζεται με φράσεις όπως: «φύγε εσύ από εδώ, κατέβα κάτω κτλ». Δεν είναι ευχάριστο όμως περίμενα ότι θα συνέβη, Το έχω δει και σε άλλες συναυλίες-συμπράξεις  με άλλους καλλιτέχνες. Οι συναυλίες ωστόσο με τον Αλκίνοο εκτός από 2-3 τέτοιες περιπτώσεις, κύλησαν άψογα. 

-Λ. Βλασταρά: Κυκλοφορούν φήμες ότι τις επόμενες εμφανίσεις θα τις χορηγήσει γνωστή μάρκα ουισκιού…(γέλια). Σε ενοχλούν οι διαρκείς παροτρύνσεις ή νουθεσίες του στυλ: «πιες, πιες» ή «μην πίνεις άλλο»;

Άμα θέλω να πιω σιγά μη ακούσω εσένα ή τον άλλο και άμα δεν θέλω να πιω δεν πίνω τίποτα, ό,τι και να πείτε. Το μόνο που δεν μου αρέσει στις εμφανίσεις μου ιδίως στις μουσικές σκηνές, όταν έχω από κάτω μικρά παιδιά, να είμαι συνεχώς με ένα ποτήρι στο χέρι ή ένα τσιγάρο στο στόμα. Μπροστά σας μπορώ ακόμη και γυμνός να εμφανιστώ, δεν με ενδιαφέρει, όταν βλέπω παιδιά θέλω να υπάρχει  μια εγκράτεια. Και στις αφίσες δεν θέλω να βάζουν ένα μπουκάλι ουίσκι ή ένα πακέτο τσιγάρα παρόλο που και καπνιστής είμαι και πότης. Αυτό είναι κάτι προσωπικό μου, δεν θέλω να γίνει ή να θεωρηθεί ως τρόπος στους άλλους. 

-Λ. Βλασταρά: Πολύς κόσμος έχει συνδυάσει τις εμφανίσεις σου με το ποτό.

Όχι δεν συμβαίνει αυτό πάντα, ειδικά τώρα που με πήραν και τα χρόνια. Κακά τα ψέματα, δεν έχω το σθένος που είχα και τις αντοχές πια. Πίνω ένα δυο ποτήρια και είμαι κάπως πια. Ωστόσο, παρ’ όλο που δεν το θέλω καθόλου, έχω παρεκτραπεί δύο τρεις φορές κάτι για το οποίο έχω αισθανθεί εσωτερικό πόνο πολύ καιρό μετά από αυτές τις συναυλίες.

-Χρ. Μιχαήλ: Σε ενοχλεί η τόση φασαρία που γίνεται στις μουσικές σκηνές;

Όχι, δεν με ενοχλεί. Μεγάλωσα μέσα στα μαγαζιά. 

-Χρ. Μιχαήλ: Δεν πιστεύεις ότι πρέπει το ύφος στις σκηνές να γίνει λίγο πιο μουσικό;

Πηγαίνω στην Ολλανδία ή στην Γερμανία και παίζω και είναι όλοι νέκρα, δεν μιλάει κανένας…Εδώ στην Ελλάδα που πριν αρχίσει το πρόγραμμα έχουν πιει ήδη το πρώτο τους ποτό, μιλάνε δυνατά, συζητάνε, αυτό όμως εμένα δεν με πειράζει καθόλου. Ίσα ίσα θυμάμαι πόσο μου άρεσε, είναι η καλύτερη δουλειά που έκανα ποτέ μου,  όταν έπαιζα σε ένα μπαράκι στο Καλαμίτσι της Χαλκιδικής και είχα μόλις απολυθεί από φαντάρος. Οι πελάτες δεν με έβλεπαν, καθόμουν δίπλα στο μαγαζί σε ένα τραπεζάκι, και απλά άκουγαν από τα ηχεία κάποιον να παίζει κιθάρα και να τραγουδά πότε πότε και κανένα τραγουδάκι. Ήταν υπέροχα…Ήμουν ελεύθερος να παίξω ο,τι θέλω. Δεν είχα τα βλέμματα του κοινού πάνω μου. Αυτοί συζητούσαν και πίνανε μέσα και εγώ έξω έπαιζα μόνος

-Φ. Ζατλάνου: Πως σου φαίνεται η πολιτική κατάσταση των ημερών μας;

Ζούμε την εταιρική δημοκρατία δηλαδή οι εταιρείες κάνουν κουμάντο πάνω  στις ψήφους των ανθρώπων. Παίρνονται αποφάσεις για εμάς χωρίς εμάς.

-Χρ. Μιχαήλ: Πολιτικό τραγούδι γράφεται;

Βεβαίως και γράφεται. Μάλιστα πιστεύω πως τα περισσότερα τραγούδια γενικά έχουν πολιτική χροιά διότι εκφράζουν μια άποψη. Πάρε για παράδειγμα το δικό μου τραγούδι τα Πάγια δεν είναι πολιτικό τραγούδι; 

-Λ. Βλασταρά: Σε ενοχλεί η ταύτιση που υπάρχει με τον Θανάση Παπακωνσταντίνου; 

Όχι, γιατί να με ενοχλεί;

-Λ. Βλασταρά: Θεωρείται σχεδόν ως απαραίτητο ότι αυτοί που ακούν τον Σωκράτη ακούνε και τον Θανάση…

Δεν νομίζω ότι συμβαίνει αυτό. Υπάρχει ένα κομμάτι του κόσμου που δεν είναι κοινό. Άλλωστε διαφέρουμε πολύ. Δεν γράφουμε τα ίδια τραγούδια. Ο Θανάσης είναι πιο ριζοσπάστης στη μελωδία και στο στίχο ενώ εγώ πιο κλασικά δομημένος μέσα στις μελωδικές γραμμές. 

-Χρ. Μιχαήλ: Υπάρχει χώρος για άλλους που κάνουν τέχνη, δίνεται χώρος στους νέους, σε νέα πράγματα;

Νομίζω ότι βρισκόμαστε σε μεταβατικό στάδιο. Εμείς οι τραγουδοποιοί, των τελευταίων δέκα-είκοσι χρόνων, που φτιάχνουμε απλά τραγούδια, δεν κάνουμε μεγάλες συνθέσεις και μεγαλεπήβολα πράγματα ίσως είμαστε ο συνδετικός κρίκος που θα φέρει την επόμενη γενιά των ανθρώπων με ισχυρή συνθετική και εκφραστική δύναμη. Το πιστεύω αυτό και το ελπίζω.


*Πρώτη δημοσίευση Δίφωνο

Δεκέμβριος 2007. 

2 Μαρτίου 2011

Αδιαφήμιστο αίμα




Τον τελευταίο χρόνο το πρόσημο της αισιοδοξίας έχει αλλάξει δεκάδες φορές. Από την σωτηρία στην χρεοκοπία, μια Σύνοδος δρόμος. Συμφωνεί η Γερμανία, δεν συμφωνεί η Γερμανία, χαρές στις αγορές, μουτρωμένες οι αγορές, τρεις-τέσσερις λαοί της  Ευρώπης ξημερώνουν από την κόλαση στον παράδεισο, στην διαδρομή χάνονται άνθρωποι, κλείνουν σπίτια, σκοτώνονται ζωές, το πρωτάθλημα συνεχίζεται, η φτώχεια ανοίγει συνέχεια αντιπροσωπείες, το σεξ μετρημένο, γλυκά φυσάει ο μπάτης και το νερό γλυφό.

Από την βόρεια Αφρική έρχεται η κάπνα μιας φωτιάς που για μία ακόμη φορά δεν την προέβλεψαν οι αρμόδιες υπηρεσίες(...) και όλος ο γνώριμός σου κόσμος έχει τουμπάρει όταν συνειδητοποιείς πως η Αφρική κάνει επαναστάσεις χωρίς Αριστερά και η Ευρώπη έχει Αριστερά χωρίς επαναστάσεις. Τι διάολο; Ξεκουμπώθηκε η Ιστορία, είχαμε δύο τρία σιγουράκια που όποτε τα παίζαμε βγάζαμε ένα  μεροκαματάκι, τώρα όλοι στον κουβά! Ο τρίτος κόσμος -πετρελαιοπαραγωγός αλλά τρίτος- έχει ακόμη αποθέματα πείσματος να αλλάξει την ζωή του, να ονειρευτεί, να φάει σαν ζεστό ψωμί το σώμα του παλιού για να μεταβολίσει το καινούριο -καλύτερο, χειρότερο ποιος ξέρει- να γλύψει από τον πάτο του βάζου τις όποιες πιθανότητές του. Η Ευρώπη έχει την θεωρία. Κουρασμένη, μάλλον γερασμένη για να τρέχει στους δρόμους σαν επαναστατημένο νιάτο, θα τα λύσει όλα στις Συνόδους Κορυφής γιατί έτσι τα λύνουν οι δημοκρατίες. Εμείς τις επαναστάσεις μας τις κάναμε. Γαλλική, Διαφωτισμός, Ρωσική, και μία για να πάρουμε πίσω την Ρωσική... Άσε τους μαυρούκους Άραβες να ξεσηκώνονται για κάτι που εμείς το έχουμε κερδισμένο δεκαετίες. Είναι ένα κλικ πίσω μας. Όλες οι επαναστάσεις είναι ένα κλικ πίσω μας. Φρονιμέψαμε, δεν μας ψήνουν οι γαλιφιές των εξεγέρσεων -ξέρουμε πως όλες τους κατέληξαν να γίνουν εκείνο που πολέμησαν- είμαστε ώριμοι.

Έχουμε θεσμούς -οι περισσότεροι είναι θεόσταλτοι- και διαφυλάττουμε την νομιμότητα σαν δαρβινικό αξίωμα που απαγορεύεται να πειραχτεί, να αμφισβητηθεί. Τι κι αν το αίμα που έχει χυθεί στην Ευρώπη τον τελευταίο χρόνο κι αυτό που πρόκειται να χυθεί, βουβό, αδιαφήμιστο, ανεξέγερτο, σχεδόν ραγιάδικο, είναι ποτάμι μπροστά στις σπασμένες υδροροές της Λιβύης.

*Κείμενο του Οδυσσέα Ιωάννου 
που δημοσιεύτηκε πρόσφατα στο protagon.gr.

Camly - A Responsive Blogger Theme, Lets Take your blog to the next level.

This is an example of a Optin Form, you could edit this to put information about yourself.


This is an example of a Optin Form, you could edit this to put information about yourself or your site so readers know where you are coming from. Find out more...


Following are the some of the Advantages of Opt-in Form :-

  • Easy to Setup and use.
  • It Can Generate more email subscribers.
  • It’s beautiful on every screen size (try resizing your browser!)
Subscribe Via Email

Subscribe to our newsletter to get the latest updates to your inbox. ;-)

Your email address is safe with us!